«Επιστρέφω το βράδυ σπίτι και τη βρίσκω να με περιμένει με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη» όπως λέει και ο τύπος σε ένα παλιό ανέκδοτο. «Με το φαγητό να με περιμένει ζεστό, τα πουκάμισα μου σιδερωμένα στη ντουλάπα. Ξέρει πότε να με ρωτήσει πως ήταν η μέρα μου και πότε -όταν με βλέπει συννεφιασμένο, αγχωμένο ή βιαστικό- να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Κι αν τύχει κάποιο βράδυ να καθυστερήσω από τη δουλειά ή μου έρθει να βγω με την παρέα για κανένα ποτό, δε μου παραπονιέται». «Ναι, αλλά η μητέρα σου δεν πρόκειται να ζήσει για πάντα».
Πρόκειται προφανώς για μια εξωραϊσμένη εκδοχή της πραγματικότητας -μιας και η μέση Ελληνίδα μάνα ούτε επιτομή της διακριτικότητας μπορεί να θεωρηθεί ούτε παύει ποτέ να σε αντιμετωπίζει ως πεντάχρονο, ακόμα κι αν διοικείς πολυεθνική. Μιας πραγματικότητας που, κάτι η οικονομική κρίση, κάτι οι -ολοένα και πιο συχνές- οικογενειακές κρίσεις και ρήξεις, κάτι το διαχρονικό «μάνα είναι μόνο μία» στη νοτιοβαλκανική του εκδοχή, μοιάζει εσχάτως να αφορά ολοένα και περισσότερους άνδρες ανάμεσα στα 30 και τα 45 (οι κάτω των 30 ούτως ή άλλως ζουν με τη μαμά και τον μπαμπά -ή το πολύ, στο διπλανό/ από κάτω/από πάνω διαμέρισμα, που ο μπαμπάς έχει χτίσει και η μαμά καθαρίζει). Άνδρες, που σε κάποια φάση της ζωής τους δοκιμάζουν να…get back where they once belonged.
Πρόκειται καταρχήν για μία έμπρακτη ομολογία αποτυχίας. Απόδειξη πως ούτε η συμβίωση, την οποία είχες επιλέξει, περπάτησε καταπώς το περίμενες (looser!) αλλά και πως επιπλέον δεν έχεις τις πρακτικές, οικονομικές ή ψυχολογικές αντοχές, που απαιτούνται ώστε να ζήσεις στο εξής μόνος σου κάτω από μία στέγη (ου, ου, ου!).
Αν το «a man’s gotta do, what a man’s gotta do» είναι αληθινό, τη στιγμή που (ξανά) χτυπάς την πόρτα του πατρικού σου -ελαφρώς μισοκακόμοιρα συνήθως- για να ζητήσεις άσυλο, εμμέσως πλην σαφώς μοιάζει να παραδέχεσαι πως δεν είσαι ο «man», που φανταζόσουν ή που ήθελες να παραστήσεις.
Δεν υπάρχει κανένα αντίστοιχο παράδειγμα στη φύση άλλωστε. Κανένα ζώο πλην του ανθρώπου δεν επιστρέφει για οποιοδήποτε λόγο στην πατρική φωλιά μετά τον απογαλακτισμό του, για μερικές έξτρα δόσεις γαλατακίου και -κάθε λογής- συμπαράσταση. Μπορεί να το φάνε τα αρπακτικά, μα δεν επιστρέφει. Για να λέμε παρ’ όλα αυτά τα πράγματα με το όνομά τους (λογικό, αν τα τα πούμε με άλλο, μπορεί και να τα μπερδέψουμε) υπάρχουν και κάποιες θετικές πλευρές σε αυτή την by default ταπεινωτική επιστροφή. Το πρακτικό όφελος καταρχήν, ότι, δηλαδή, δεν πληρώνεις -το πολύ πολύ να επιμερίζεσαι- νοίκι. Το ψυχολογικό όφελος, ότι ακόμα και αν είσαι ο Γιαγκούλας ο αρχιληστής, η μητέρα και ο πατέρας σου (θα προσπαθήσουν αν μη τι άλλο να σου) βρουν ελαφρυντικά και θα σταθούν στο πλευρό σου. Το δευτερεύον ψυχολογικό όφελος ότι με μια τέτοια κίνηση προσφέρεις στον εαυτό σου ένα χρονικό περιθώριο και μία ευκαιρία να προσαρμοστεί στα καινούρια δεδομένα, να ξαναβρεί το βηματισμό και την ισορροπία του. Και το «γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε» πολλαπλό όφελος, ότι όλοι σε κάποια στιγμή στη ζωή μας απολαμβάνουμε να μας χαϊδεύουν και να μας αντιμετωπίζουν περίπου, όπως όταν ήμασταν φοιτητές (άντε, μεταπτυχιακοί!).
Το πόσο θα κρατήσει αυτή η δεύτερη επιστροφή στο πατρικό και την εφηβεία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Από το πόσο γρήγορα θα εξασφαλίσεις την οικονομική άνεση και ασφάλεια, που θα σου επιτρέψει να φτιάξεις ένα σπίτι στα δικά σου μέτρα, από το πόσο γρήγορα θα βρεις μία καινούρια αγκαλιά, ώστε να μετακομίσεις στο δικό της (τι νομίζετε ότι απογίνονται τα περισσότερα καλοαναθρεμμένα σκυλιά, τα οποία κάποια στιγμή τα χάνουν τα αφεντικά τους;) από το πόσο συχνά οι γονείς σου θα φέρνουν το δάχτυλο στον κρόταφο για να υποδηλώσουν βουβά ένα οδυνηρό «θυμάσαι, που εμείς στα λέγαμε;». Γνωρίζω αρκετούς που επέστρεψαν for good και δε ξανάφυγαν ποτέ, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων (και ευτυχώς για όσους έχουν δυάρια για νοίκιασμα, το ΙΚΕΑ και τις εταιρείες που πουλούν ηλεκτρονικά gadgets και τηλεοράσεις plasma) το εν λόγω διάλειμμα λογίζεται περίπου ως pit stop. Οι γονείς ανεφοδιάζουν -συνήθως με κέφι- ψυχολογικά καύσιμα και σπιτικό φαγητό τον ατυχήσαντα γιο τους και απομένουν να τον κοιτούν να ξαναξεχύνεται μαρσάροντας στην πίστα της πραγματικής ζωής. Αναζωογονημένοι από το γεγονός ότι τους ξαναδόθηκε η ευκαιρία να είναι «οι μεγάλοι» της ιστορίας, μα και με την ανομολόγητη ελπίδα πως δε θα ξανακούσουν ένα ακόμη γνώριμο χτύπημα στην πόρτα μετά από μερικούς μήνες.
Με τις γυναίκες, ως συνήθως, τα πράγματα είναι κάμποσο διαφορετικά. Το «θα γυρίσω στη μάνα μου» ακούγεται τόσο πολύ βγαλμένο από ταινία του ’60, που σχεδόν καμία δε διανοείται να το ξεστομίσει -ακόμα και τότε άλλωστε, ο Αντωνάκης ήταν, που έπαιρνε το καπελάκι του και έφευγε. Άσε που τις περισσότερες φορές, εκείνη παραμένει -μοναδική πλέον ενήλικη ένοικος- στο μέχρι πρότινος κοινό σπιτικό, να συμπληρώνει «relationship status: unknown, children: yes, at home with me» στα Facebook αυτού του κόσμου.