Πρωταγωνιστής σε δύο φάσεις που όσοι είναι άνω των πενήντα και αγαπούν το ποδόσφαιρο, αποκλείεται όσο ζουν να ξεχάσουν την απόκρουση στο σουτ του Κάρασι στο 3-0 επί του Ερυθρού Αστέρα στη Λεωφόρο, που σφράγισε το εισιτήριο του Παναθηναϊκού για το Γουέμπλει και το ανελέητο κυνηγητό του Τάκη Συνετόπουλου στον αγωνιστικό χώρο του Καραϊσκάκη, δύο χρόνια αργότερα…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΤΑΚΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΟΗΘΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ, ΕΛΕΝΑ ΤΡΙΚΑΛΙΩΤΗ (EFFEX)
GROOMING: ΘΑΛΕΙΑ ΤΖΑΝΕΤΗ (EFFEX)
Βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής Ελλάδος στην πρώτη σημαντική επιτυχία της ιστορίας της, την πρόκριση στην τελική φάση του Κυπέλλου Εθνών το 1980, δεύτερος τη τάξη τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού για 10 περίπου χρόνια -ο ίδιος ως σήμερα θεωρεί ότι ήταν καλύτερος από τον Οικονομόπουλο- μα και βασικός γκολκήπερ στη συνέχεια, για μιάμιση περίπου δεκαετία, πέντε φορές Πρωταθλητής και πέντε φορές Κυπελλούχος Ελλάδας, μπασκετμπολίστας επιπέδου Α’ Εθνικής με την έτερη μεγάλη του αγάπη, το Μαρούσι.
Δυναμικός και αθεράπευτα παθιασμένος -με το ποδόσφαιρο, με το τριφύλλι, με τη νύχτα- εγωιστής -το ομολογεί- και sui generis, πρωτότοκος γιος σε μια οικογένεια με 11 παιδιά, για χρόνια στην ίδια παρέα με τον Βαρδινογιάννη και τον Κόκκαλη (!), ευθύς στις απόψεις του και απόλυτος όταν η κουβέντα αγγίζει ό,τι τον αφορά και ό,τι αγαπά.
Συναντιόμαστε στο πρακτορείο παιχνιδιών του ΟΠΑΠ που διατηρεί στο Μαρούσι. Ο τζόγος δεν τον συγκινεί, ακόμα και για το Στοίχημα κάθε μέρα λέει «αύριο θα παίξω» μα το παραλείπει- και ξεκινά- με τις …αναγνωριστικές μπαλιές.
Έχετε… κουραστεί να σας ρωτάνε για το κυνηγητό του Συνετόπουλου στον αγώνα Κυπέλλου Ολυμπιακού- Παναθηναϊκού το Μάρτιο του 1973;
Είναι αλήθεια πως με έχουν ρωτήσει χιλιάδες φορές γι’ αυτό, για το πως και το γιατί. Τα γεγονότα όμως είναι γνωστά. Παίζαμε στο Καραϊσκάκη και περίπου 10 λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα χάναμε 3-2, έχοντας αδικηθεί από τον διαιτητή Λάτσιο. Ο Λοσάντα ήταν πεσμένος έξω από την περιοχή, τραυματισμένος κι οι παίκτες του Ολυμπιακού έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μη βγει από τον αγωνιστικό χώρο, για να κερδίσουν χρόνο. Κάποια στιγμή, το δεξί μπακ του Ολυμπιακού, ο Τάκης Συνετόπουλος -με τον οποίον σημειωτέο ήμασταν μαζί στο Ναυτικό και στην Εθνική Ελπίδων από το ’65- άρχισε να βρίζει χοντρά το Δομάζο και τον Ελευθεράκη, δίχως εκείνοι να απαντούν. Εγώ μπήκα στη μέση και έβρισε και μένα. Πήρα ανάποδες και χίμηξα να τον πιάσω. Άρχισε να τρέχει προς τους επισήμους, εγώ από πίσω. Έπεσαν επάνω μου και με σταμάτησαν ο Παναγιώτης Κελεσίδης, ο Γκλέζος και ο Κουρέας. Μετά τα επεισόδια ο Παναθηναϊκός αποχώρησε από τον αγώνα και εγώ τιμωρήθηκα από τον Παττακό, ο οποίος ήταν στο γήπεδο, με έναν χρόνο αποκλεισμό από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα. Το έμαθα από την τηλεόραση!
Θα το ξανακάνατε;
Αν υπήρχε η ίδια ένταση, η ίδια ομάδα κι η συγκεκριμένη στιγμή, ναι, Ένιωθα, βλέπετε, πως υπερασπιζόμουν την ομάδα μου, τον εαυτό μου, τους συμπαίκτες μου. Ήμουν στ’ αλήθεια εκτός εαυτού. Είχα πάθει αμόκ, βλέποντας να χάνω με τόσο άδικο τρόπο από τον αντίπαλο που ήθελα πιο πολύ απ’ όλους να κερδίζω. Καθώς με πήγαιναν μέσα σε κλοιό μέχρι την καταπακτή, προκαλούσα 35.000 άτομα, ένιωθα πως μπορούσα να τα βάλω μαζί τους, τους έβλεπα ανεβασμένους στα κάγκελα και τους φώναζα ” Έλάτε…Τώρα! Όλοι σας!”
Το βράδυ, όταν πέρασε η έξαψη της στιγμής, πώς ήταν;
Το βράδυ καθόμουν στο Κολωνάκι μαζί με το Σωκράτη Κόκκαλη και το Βασίλη Γκρίσιν και βλέπαμε μαζί την αθλητική Κυριακή. Με το που ανακοινώνεται δε η ποινή, οι δυο τους έκαναν μια κίνηση που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου. Έβγαλαν από τις τσέπες τους μερικές χιλιάδες και μου τις προσέφεραν, θεωρώντας κι αυτοί την τιμωρία άδικη και υπερβολική. Δεν τα πήρα φυσικά, μα ήταν χειρονομία που μέτρησε.
Παραμείνατε φίλοι με το Σωκράτη Κόκκαλη, ακόμα και την περίοδο που ανέλαβε χρέη προέδρου στον Ολυμπιακό;
Για μένα είναι το καλύτερο παιδί που υπάρχει στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κάναμε χρόνια παρέα, πηγαίναμε μαζί σε μια λέσχη στο Κολωνάκι- είναι πολύ καλός στα χαρτιά, ξέρετε. Φυσικά και με ενοχλεί όμως που είναι Ολυμπιακός! Κι ακόμη περισσότερο ότι ο Ολυμπιακός με αυτόν τον Πρόεδρο πήρε εννιά πρωταθλήματα κι η δική μου ομάδα δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει…
Θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τον εαυτό σας με τη φανέλα του Ολυμπιακού;
Μου είχε γίνει πρόταση και αρνήθηκα! Ήταν το ’83,μ η περίοδος που είχε τραυματιστεί ο Σαργκάνης στον ώμο. Συναντηθήκαμε, εκείνος, ο Νταϊφάς και εγώ, και μου ζήτησαν να τον αντικαταστήσω για έξι περίπου μήνες, μέχρι να γίνει καλά. Η πρόταση ήταν δελεαστική- τόσο οικονομικά όσο και αγωνιστικά. Την απέρριψα μετά από πέντε λεπτά. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα πουλήσω όλον αυτόν τον κόσμο που 20 χρόνια στον Παναθηναϊκό με αποθέωνε και με χειροκροτούσε, που με κατηγορούσε και με προπηλάκιζε, που υπήρχε και ζούσε μέσα μου. Δε θα πήγαινα ποτέ σε μία ομάδα ίδιας δυναμικότητας με τον Παναθηναϊκό. Ακόμα και στον ΟΦΗ που έπαιξα την τελευταία μου χρονιά, το έκανα γιατί μου το ζήτησε ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης, μένοντας στην Αθήνα, προπονούμενος στη Λεωφόρο και κατεβαίνοντας στο Ηράκλειο κάθε Παρασκευή.
Πολλοί παρ’ όλα παίκτες -της δικής σας γενιάς αλλά και πιο σύγχρονοι- φόρεσαν φανέλες αντίπαλων ομάδων, σκόραραν εναντίον του Παναθηναϊκού, πανηγύρισαν τίτλους σε βάρος του. Πρόχειρα θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί τον Δομάζο, τον Αντωνιάδη, τον Γράμμο, τον Σαραβάκο- πιο πρόσφατα τον Κωνσταντίνου και τον Νικοπολίδη.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ πως θα παίξω κόντρα στον Παναθηναϊκό και πως θα κάνω τα πάντα για να τον κερδίσω. Εκείνοι προφανώς μπορούσαν και ήθελαν να τον κερδίσουν. Δικαίωμά τους είναι φυσικά -και του Δομάζου, που πάντοτε ήθελε να είναι νικητής και του Λουκανίδη, που πήγε στον Άρη και όλων -να θέλουν να αποδείξουν την αξία τους κόντρα στον Παναθηναϊκό. Για μένα όμως αυτή η ομάδα σημαίνει ιδέα, θρησκεία, είναι ο εαυτός μου. Και πιστεύω πως καθένας θα μπορούσε θεωρητικά να φορέσει τη φανέλα της. Εγώ στην αρχή ήμουν στον πάγκο, θα μπορούσα να έχω πάει στον ΠΑΟΚ που με ζητούσε, οπουδήποτε. Δεν το έκανα. Δεν μου αρκούσε να παίζω ποδόσφαιρο, ήθελα να παίξω στον Παναθηναϊκό.
Ήρθε παρ’ όλ’ αυτά, η μέρα που παίξατε εναντίον του, υπερασπιζόμενος την εστία του ΟΦΗ.
Με το που έγινε η κλήρωση του πρωταθλήματος και βγήκε πρώτο παιχνίδι ΟΦΗ-ΠΑΟ στην Κρήτη, πήγα στη διοίκηση και τους είπα «μη με βάλετε. Αν με βάλετε θα κερδίσει ο Παναθηναϊκός». Δεν υπήρχε όμως άλλος τερματοφύλακας και αναγκαστικά έπαιξα εγώ, παρακαλώντας από μέσα μου να μπει ένα γκολ που… να μην πιάνεται. Ευτυχώς κάτι τέτοιο συνέβη και…όλα καλά. Προς τιμήν των Κρητικών μάλιστα, δε βρέθηκε ούτε ένας από την κερκίδα να με αποδοκιμάσει.
Πολύ συχνά πάντως παίκτες του ΟΦΗ υβρίζονται με αφορμή τη σχέση της οικογένειας Βαρδινογιάννη, με την ομάδα της Κρήτης.
Εγώ ξέρω πως έχει συμβεί να λέμε «ας μην το χτυπήσει το παιχνίδι ο ΟΦΗ μεθαύριο κι ο Θόδωρος να μας απαντά» «για να κερδίσετε τον ΟΦΗ στη Λεωφόρο πρέπει να είστε δύο φορές καλύτεροί του». Και την ίδια στιγμή να πηγαίνει ο Ολυμπιακός του Νταϊφά και του Παναγούλια στην Τούμπα και να περνάει περίπατο…Το μεγάλο λάθος της οικογένειας Βαρδινογιάννη ήταν πως, αναλαμβάνοντας τον Παναθηναϊκό, έθεσε παράλληλα σκοπό την εξυγίανση του ποδοσφαίρου. Άρχισαν να εμπιστεύονται τους παράγοντες άλλων ομάδων, να τους δίνουν λεφτά -υπερβολικά κάποιες φορές- για μεταγραφές, επιδιώκοντας να αποκτήσουν φιλικές σχέσεις μαζί τους. Το αποτέλεσμα; Όταν εμείς πηγαίναμε να παίξουμε, τρώγαμε ξύλο! Στη Δράμα, στον Απόλλωνα…
Η σχέση σας με την οικογένεια υπήρξε πολυκύμαντη.
Να ξεκαθαρίσω κάτι. Οι Βαρδινογιάννηδες, ειδικά τα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου μα και πιο μετά, μου έχουν σταθεί όσο κανείς άλλος. Όταν το 1979 πήρανε την ομάδα, προπονητής ήταν ο Λάκης Πετρόπουλος. «Ποιοι θέλεις να φύγουν;» τον ρωτούν. Το πρώτο όνομα που είπε ήταν το δικό μου -κι ας ήμουν ο τερματοφύλακας της Εθνικής. «Γιατί;» απορούν εκείνοι. «Γιατί τα παίρνει» τους απαντά. Διαβάζω στις εφημερίδες τα νέα, ψάχνω να βρω τον Πετρόπουλο, δεν μου έβγαινε καν στο τηλέφωνο. Μια μέρα πριν φύγουμε για καλοκαιρινή προετοιμασία πάω με δική μου πρωτοβουλία στο γραφείο του Γιώργου Βαρδινογιάννη, ο οποίος μου κάνει την καλύτερη δυνατή εξήγηση «Δεν μπορούμε να σε διώξουμε, αλλά αν όσα λέει ο Πετρόπουλος είναι αλήθεια, τον Δεκέμβρη φεύγεις».
Αντί να φύγετε πάντως εσείς, έφυγε ο προπονητής.
Είχαμε πάρει τον Λαφτσή από τη Βουλγαρία για βασικό μα είχε τραυματιστεί, ο τρίτος τερματοφύλακας ο Αλεξίου ήταν στρατιώτης, οπότε απέμεινα μόνο εγώ. Έπαιζα λοιπόν κατ’ ανάγκην, παρ’ όλο που η σχέση μου με τον προπονητή ήταν τυπική. Τρεις μήνες όμως μετά την έναρξη του πρωταθλήματος, πριν από το παιχνίδι με τη Λάρισα κι ενώ η ομάδα δεν πήγαινε καλά, καλεί ο Πετρόπουλος εμένα και δύο ακόμα ποδοσφαιριστές και μας λέει, «παιδιά αν δεν κερδίσουμε σήμερα, εγώ φεύγω. Θέλω να με βοηθήσετε». «Εμένα μη με υπολογίζεις», του λέω τότε, «ό,τι έκανα χτες θα το κάνω και σήμερα. Για τον Παναθηναϊκό θα παίξω, για σένα όχι». Τελικά χάσαμε. Και την άλλη μέρα βγήκε και είπε «με έφαγε ο Κωνσταντίνου»…
Έχετε γνωρίσει παίκτες που « τα παίρνουν»;
Ναι.
Πώς είναι αλήθεια να ξέρεις πως ο Α ή ο Β συμπαίκτης ή αντίπαλος έχει μία ταρίφα, μία τιμή;
Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τιμή. Εκεί είναι το θέμα…
Εσάς δεν έτυχε να σας πλησιάσουν ποτέ όλα αυτά τα χρόνια;
Συνέβη. Είχαν πλησιάσει τη Μάρθα, την περίοδο που ήμασταν μαζί και της είπαν «θέλουμε να πεις στο Βασίλη, αυτό κι αυτό». Με πολλά λεφτά «Για να το πω» απάντησε εκείνη «θα πρέπει πρώτα να με θάψει»…
Πιστεύετε πώς είναι ζήτημα κακών συμβουλών ή έλλειψης εγωισμού;
Σε αυτό που αγαπώ είμαι απόλυτος και σκληρός αν χρειαστεί. Ξέρω τις δυνατότητες της οικογένειας. Και επί του προσωπικού μιλώντας, ο Γιώργος, ο Θόδωρος και ο Βαρδής με έφτιαξαν, με κάνανε Κωνσταντίνου. Ξέρετε πως σταμάτησα το 1984 από τον Παναθηναϊκό; Δεν μπόρεσα να ξεπεράσω το 4-1 του Καραϊσκάκη, ήξερα ότι θα με πάρει τηλέφωνο ο Βαρδής μετά το ματς και δεν θα ξέρω τι να του πω. Τι να του πω; Πώς, ενώ είχαμε πριν από το ματς ορκιστεί να κερδίσουμε, ήμασταν απαράδεκτοι και πως κάποιοι ποδοσφαιριστές δε δώσανε μέσα στο γήπεδο αυτά που μπορούσαν να δώσουν;
Ύποπτα, λέτε;
Για μένα, ναι.
Θα λέγατε πώς οι αποφάσεις που παίρνετε στη ζωή σας είναι περισσότερο προϊόν εξαντλητικής σκέψης και ανάλυσης ή ενστικτώδεις;
Ένστικτο περισσότερο… Δεν πρέπει, πιστεύω, να παρασκέφτεσαι αυτό που είναι να κάνεις. Μη σας δημιουργηθεί, βέβαια, η εντύπωση πως είμαι τυχοδιώκτης, όχι. Ξέρω όμως τι θέλω να κάνω και δε διστάζω να το ριψοκινδυνεύσω. Δεν έχω μετανιώσει ούτε έχω φοβηθεί ποτέ για καμία επιλογή μου. Αν ξαναγεννιόμουν πάλι τα ίδια θα έκανα.
Θα ξαναπηγαίνατε δηλαδή στην Αμερική για να παίξετε ποδόσφαιρο, θα ξαναταξιδεύατε ένα εικοσιτετράωρο για να δείτε τη Μάρθα;
Ένα- ένα…Στους Τορόντο Μέτρος Κροάσια «Αργοναύτες» είχα πάει τότε που ήμουν τιμωρημένος στην Ελλάδα, την εποχή που στο αμερικανικό πρωτάθλημα έπαιζαν ο Πελέ, ο Κινάλια, ο Νέεσκενς , ο Μπεκενμπάουερ, ο Κρόιφ, ο Μπεστ. Το πιο αστείο βέβαια ήταν πως όταν ήταν να παίξουμε με τον «Κόσμο» στο Yankee Stadium της Νέας Υόρκης, από τους 55.000 θεατές, οι 40 ήταν Έλληνες, Και με το που αναγγέλλουν από τα μεγάφωνα «number zero, Konstantinou» γίνεται πανζουρλισμός, αρχίζουν να πετάνε λουλούδια και τέτοια. Οπότε γυρνάνε οι συμπαίκτες μου και με ρωτούν «ρε φίλε, μπορείς να μας πεις τελικά ποιος είσαι;»…Με τη Μάρθα πάλι και το ταξίδι των 24 ωρών, είχε συμβεί μια παρεξήγηση και εγώ ήθελα να της αποδείξω πως τα πράγματα δεν ήταν όπως νόμιζε. Πήρα, λοιπόν, το αεροπλάνο από το Τορόντο, πήγα Μόντρεαλ- Νέα Υόρκη- Παρίσι- Ρώμη- Αθήνα, 16 ώρες συνολικά και κατευθείαν από το αεροδρόμιο στο θέατρο Παρκ, όπου εμφανιζόταν. Μπήκα από την πόρτα την ώρα που ήταν στην σκηνή και εκείνη φυσικά, με το που με είδε, πάγωσε. Τέσσερις τα ξημερώματα με πήγε πίσω στο Ελληνικό, από εκεί Άμστερνταμ, Νέα Υόρκη και πίσω πάλι. Έφτασα, λόγω και της διαφοράς ώρας, 4 το απόγευμα στο Τορόντο, χωρίς να καταλάβει κανείς από την ομάδα τίποτα. Και έπαιξα στις εφτά κανονικά…
Ήταν περισσότερο σταρ οι ποδοσφαιριστές της δικής σας εποχής από τους σημερινούς, λέτε;
«Θέλετε να ξεκινήσουμε από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια» είχε πει ένα βράδυ η Μάρθα «στο ένα πεζοδρόμιο ο Βασίλης με τον Δεληκάρη και στο άλλο εγώ και ο Βουτσάς, να δούμε ποιον θα χαιρετήσουν περισσότεροι;» Ως κι οι ηθοποιοί μας έβλεπαν με μισό μάτι! Εμείς, κάθε Κυριακή δίναμε εξετάσεις μπροστά σε 25.000 κόσμο κι εκείνοι σε 300-400.
Μπορεί μια σχέση 12 ετών να είναι όσο ταραχώδης υποστηρίζει ο θρύλος;
Προφανώς όχι! Εκείνο δε, που θα ήθελα να πω, είναι πως ακόμη και σήμερα με τη Μάρθα μας συνδέει μεγάλη αγάπη και αλληλοεκτίμηση. Δεν ξεχνώ πως το ότι συνέχισα το ’72 οφείλεται σε αυτήν, η οποία σε μια περίοδο που ένιωθα τεράστια απογοήτευση, με παρότρυνε, με ενθάρρυνε, με πήγαινε με το αυτοκίνητό της από τον περιφερειακό του Λυκαβηττού, όπου έμενε, ως τη Λεωφόρο κι ερχόταν να με πάρει μετά.
Αποκρίνονται στην πραγματικότητα φράσεις όπως «παίζαμε για τη φανέλα» ή «για μια πορτοκαλάδα», που υποτίθεται περιγράφουν εκείνη την εποχή;
Περιέχουν μεγάλη δόση υπερβολής. Δεν ξέρω τι γινόταν παλιότερα, μα τουλάχιστον από το 1963 έως το ’85 που αγωνιζόμουν εγώ, βγάζαμε αρκετά χρήματα. Και μάλιστα όχι μόνο όσοι παίζαμε στον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ αλλά και οι παίκτες του ΠΑΟΚ, του Άρη, του Εθνικού του Καρέλλα. Για τη φανέλα: Σίγουρα παίζαμε. Αλλά και για τα λεφτά, για τον κόσμο και ο καθένας για τον εαυτό του.
Χρειάζεται, λέτε, ένας ποδοσφαιριστής να έχει κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες ως χαρακτήρας, για να ξεχωρίσει; Το λέω, γιατί για όλους εμάς που παρακολουθούσαμε απ’ έξω τα πράγματα, εσείς π.χ. και ο Τάκης Οικονομόπουλος, οι δύο μεγάλοι τερματοφύλακες του Παναθηναϊκού και της Εθνικής, της δεκαετίας του 70, φαινόντουσαν τελείως διαφορετική -τόσο ως παίκτες όσο και ως χαρακτήρες.
Ήμασταν πράγματι τελείως διαφορετικοί. Ο Τάκης ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί, που ζούσε για την προπόνηση και δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Εγώ πάλι έκανα στην υπερβολή τα πάντα, από την προπόνηση μέχρι το ξενύχτι.
Είχε τύχει να πάτε κατευθείαν από τα μπουζούκια στην προπόνηση;
Όποτε είχαμε πρωινή προπόνηση αυτί συνέβαινε! Πάντα! Το καλό βέβαια στην περίπτωσή μου ήταν πως ούτε έπινα ούτε κάπνιζα. Γι’ αυτό και δεν έχω χάσει ποτέ προπόνηση -ενώ ας πούμε, ο Παναγιώτης ο Κελεσίδης, που επίσης ξενύχταγε, με το που ξημέρωνε…πήγαινε για ύπνο!
Ο Παναθηναϊκός δεν προσπάθησε ποτέ να σας βάλει στον…ίσιο δρόμο;
Την περίοδο που είχε έρθει προπονητής ο Μορέιρα, ο εσωτερικός κανονισμός προέβλεπε πως θα έπρεπε να είμαστε σπίτι στις 11 το βράδυ. Με παίρνει λοιπόν ο Γαβρίλος Γαζής 11 παρά τέταρτο, την ώρα που εγώ ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω για Κολωνάκι. Μην έρθεις από εδώ, του λέω, θα χτυπάς και δεν θα σου ανοίγει κανείς!
Κλασική αφετηρία το Κολωνάκι;
Για μένα το Κολωνάκι ήταν τα πάντα. Εκεί γνώρισα τους φίλους μου, τους κουμπάρους μου, εκεί συναντιόμασταν κάθε βράδυ, από εκεί ξεκινούσαμε κατά τις δύο για τον Πάριο, την Αλεξίου, τη Μαρινέλα, το Βοσκόπουλο, τη Γαλάνη ή για τα μαγαζιά στα οποία κατά περιόδους γινόταν χαμός, του Ψιλόπουλου, τον Καμπουρίδη, τον Χατζηαντωνίου.
Δεν σας ζήτησε ποτέ κανείς να διαλέξετε dolce vita ή ποδόσφαιρο;
Μα… ποτέ δεν είπα δεν κάνω προπόνηση ή δεν τρέχω, επειδή είμαι κουρασμένος από χθες τη νύχτα! Μου ζητούσαν να τρέχω; Έτρεχα. Μου ζητούσαν να κάνω ατομική προπόνηση; Έκανα. Με τη στάση μου έλεγα «εγώ αυτός είμαι, αν δε θέλετε μη με βάζετε». Θυμάμαι όταν ήταν προπονητής στην Εθνική ο Μπίγκαμ ο Ιρλανδός, πριν το ματς με τους Ιταλούς στο Καραϊσκάκη, που έληξε 2-1 με το ψαλίδι του Δεληκάρη, ήμασταν κλεισμένοι δέκα μέρες στον Αστέρα. Έκανα υπομονή μία μέρα, δύο, τρεις. Την τέταρτη πάω και του λέω «Άσε με σε παρακαλώ να φύγω μετά το βραδινό φαγητό στις 8 και σου υπόσχομαι να γυρίσω στις δύο». «Αποκλείεται!» μου απαντά. «Εγώ θα φύγω» του λέω. «Φύγε αλλά θα έχεις και επιπτώσεις». Έφυγα και το επόμενο πρωί με έδιωξε από την ομάδα. Τι να γίνει; Εγώ ούτε ήθελα ούτε μπορούσα να κρυφτώ. Αυτό που ήθελα να κάνω θα το έκανα, δίχως να με νοιάζει πως θα το έπαιρνες εσύ…Ο μόνος που με τον τρόπο του με έκανε να μη φύγω από το ξενοδοχείο ήταν ο Αλκέτας Παναγούλιας. Ήμασταν, θυμάμαι, μαζεμένοι στο Cecil στο Κεφαλάρι και την πρώτη κιόλας μέρα με φωνάζει και μου λέει ενώπιον όλων «φύγε, κάνε ό,τι θέλεις, ένα πράγμα μόνο σε παρακαλώ κι αυτό για να μην πέσουμε στο στόμα των δημοσιογράφων. Μην πας στα μπουζούκια». Τον κοιτάω, το σκέφτομαι και του λέω «δε θα φύγω!» Με είχε φέρει στο φιλότιμο, το ότι μπορούσα -αν ήθελα- να το κάνω, μου έφτανε!
«Ήμουν στ’ αλήθεια εκτός εαυτού…Καθώς με πήγαιναν μέσα σε κλοιό μέχρι την καταπακτή, προκαλούσα 35.000 άτομα, ένιωθα πως μπορούσα να τα βάλω μαζί τους, τους έβλεπα ανεβασμένους στα κάγκελα και τους φώναζα ‘‘Ελάτε…Τώρα! Όλοι σας!”»