Oταν η Jennifer K. αποφάσισε να ανεβάσει στο blog της, υπό μορφής αφήγησης τις ερωτικές περιπέπειες της μετά από 10 περίπου χρόνια επαγγελματικής διαδρομής στη βιομηχανία του πληρωμένου σεξ, τα πρώτα κόκκαλα που έτριξαν ήταν ανδρών εν ζωή. Το blog κατέστη βραχέως βίου πόνημα και κατέβηκε μέσα σε μερικούς μήνες, λίγους. Το όνομα της, ήταν το…καλλιτεχνικό. Δε χρειάστηκε όμως περισσότερη έκθεση από πλευράς για να αλλάξουν οι ισορροπίες σε πολλών την καθημερινότητα.

Ηίδια, μισή Ουγγαρέζα και μισή Πολωνή, βρέθηκε στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής της να τα φέρνει βόλτα με κάμποσα αντρικά περιστατικά στα πιο γνωστά red districts της κεντρικής ευρώπης, βιώνοντας επί των ημερών της όλη την άνθιση του sex industry και την παρακμή.

Στην τελευταία της ανάρτηση, άφησε να εννοηθεί πως τα γρα- πτά της οδεύουν προς εκδοτικπτά της οδεύουν προς εκδοτικό οίκο ευπώλητων βιβλίων.

Αυτό που έσωσε κάπως την κατάσταση ανάμεσα στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, ήταν πως όλα αυτά τα χρόνια που η ίδια περπάτησε τα 20ποντά της ανάμεσα σε γύμνια και μετρητά ανέπτυξε έναν μάλλον πηγαίο λυρισμό στην αφήγηση.

Στις αφηγήσεις της μιλούσε για πελάτες της, μόνιμους ή περαστικούς μέσα από την επιθυμία να καταλάβει –καλύτερα από τον οποιονδήποτε συμπληρώνω εγώ- τι οδηγεί κάποιον άντρα στο πληρωμένο αδρά σεξ την ίδια στιγμή που η απλευθερωμένη κοινωνία των 00s το προσφέρει σε πλήρη ελευθεριότητα και συννένεση από την κοπέλα στο διπλανό γραφείο, τη γειτόνισα, ακόμη και την απόλυτα πρόθυμη γκόμενα του φίλου του.

Ταξινομώντας τις συμπεριφορές σε sexual context κατέληξε να εκφράσει την άποψη πως σε μεγάλο ποσοστό οι άντρες έχουν έναν ανυπέρβλητο συντηρητισμό ή ίσως μια επιθυμία να είναι τα πράγματα ταξινομημένα.

Όσο κι αν το free porn άλλαξε τα εμπορικά πεπραγμένα στο διαδίκτυο, όσο κι αν ψηφιακά ψάχνοντας μπορεί να βρει κανείς κυριολεκτικά τα πάντα, όλο το pay sex industry βάσισε τη νομιμοποίησή του σε χώρες της κεντρικής ευρώπης σε ένα δίπολο ανάμεσα στην προστασία –είτε εκφράζεται με τη μορφή της κρατικής φορολόγησης, είτε με την νταβατζιλίδικη πτυχή της στην κυριολεξία- και στην κοινωνιολογική εφαρμογή του το περιέχον κάνει το περιεχόμενο. Ίσως ο βορειοευρωπαίος ελάχιστα να απέχει από τον μεσόγειο άνδρα και να θεωρεί τη δική του γυναίκα αγία και ουδέποτε πόρνη.

Στο κέντρο της Αθήνας, υπήρχε ένα πολυφωτογραφημένο γνωμικό με σπρέι σε έναν τοίχο κάτω από την πλατεία Κοτζιά: «όλες οι γυναίκες δεν είναι πουτάνες, αλλά όλες οι πουτάνες είναι γυναίκες…»

Η Jennifer Κ. εικάζω συνειδητά δεν έβαλε στο μικροσκόπιο την  ψυχολογία του επαγγέλματός της, αλλά μόνο των πελατών. Μάλιστα  ιχνιγράφησε όλη αυτή την συμπτωματολογία συμπεριφορών ανάμεσα στις αληθινές ανάγκες τους που ξεκινούσαν εξόφθαλμα hard core και κατέληγαν με μικρό ή μεγάλο συναισθηματικό επίλογο, την συχνή προ- κάλυψη του επαγγελματικού ταξιδιού, τις κρυμμένες βέρες μέσα στο πορτοφόλι με τα ψιλά, την επικρητική και παραπονιάρικη υπογράμμιση για τη σεξουαλική μεταστροφή των συζύγων και φιλενάδων τους, την ηλικία, τα στητικά φαρμακευτικά βοηθήματα, την απλή περιέργεια για το πως μπορεί να είναι με μια γυναίκα άλλης φυλής…

Η ίδια έχοντας παραθέσει ιστορίες για κλασικά σπίτια, μέχρι πεζοδρόμιο, για massage parlors και μικροσυμμετοχές σε ταινίες ενηλίκων, παράλληλα δίνει μια σειρά από χώρους που το σεξ είναι μέρος μιας lux μέρας σε «ειδικά» wellness spa, μιλά για sex clubs όπου το κοινό με το σεξ είναι ξέφρενα πάρτυ, κλειστά forums και swingers πανάκριβες συνδρομές, sex cruises στην Καραϊβική, eros park λες και πας σε αχανή έκθεση αυτοκινήτου, bdsm events για πιο σκληρά γούστα, escort ωρών ή και ετών μέχρι ατελή love stories με πολύ κλάμα και χαμένα χιλιάδες επί χιλιάδων
χρημάτων.

Στο βιβλίο της με το οποίο τρυφερά απειλεί τη μισή και Ευρώπη κι όλους τους καλεσμένους στα σεντόνια της από τις λοιπές ηπείρους, η Jennifer Κ. υπόσχεται να γράψει και να στοιχειοθετήσει επιστημονικά γιατί τελικά στους άντρες αρέσει να πληρώνουν, ανάγοντας μάλλον το συμπεριφορικό αυτό χαρακτηριστικό σε αρχετυπικούς λόγους που ελάχιστα συνδέονται με το σεξ αυτό καθαυτό, αγιοποιώντας ίσως και τη μπίζνα που την έκανε πλούσια αφήνοντας απροκάλυπτα εκτεθειμένες όλες εκείνες τις comme il faux θηλυκές εκδοχές τις συναισθηματικής και κοινωνικής εκπόρνευσης που παντρεύονται και σχετίζονται με αυτούς που σιχιένονται για μια τσάντα signee κι ένα ακριβό ζευγάρι παπούτσια, ανοίγοντας τους ασκούς του αιόλου για τις μάνες εκείνες που μεγαλώνουν τις επί το ελληνικότερον «σχεσοβίζιτες»…

0 replies on “THE RED LIGHT STORIES”