Υπάρχουν στιγμές που επιστρέφουν χωρίς να χρειάζονται πρόσκληση. Στιγμές που μοιάζουν να ανήκουν σε μια εποχή που έχει περάσει, αλλά επιμένουν να ξαναζωντανεύουν κάθε Δεκέμβρη, σαν να κουβαλούν ένα μυστικό που μόνο εμείς μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Τα Χριστούγεννα είναι μία από αυτές. Κι όσο κι αν μεγαλώνουμε, αλλάζουμε, τρέχουμε, οι γεύσεις, οι μυρωδιές και οι μικρές τελετουργίες της γιορτής έχουν έναν μοναδικό τρόπο να μας θυμίζουν ποιοι ήμασταν όταν ακόμα κοιτούσαμε τον κόσμο από πιο χαμηλά.
Γιατί κάπου μέσα μας, υπάρχει ακόμη το παιδί που περίμενε ν’ ακούσει το πρώτο χριστουγεννιάτικο τραγούδι στο ραδιόφωνο και ξαφνικά πίστευε πως όλα είναι πιθανά. Το παιδί που πίστευε σε θαύματα χωρίς να χρειάζεται απόδειξη, που κοιτούσε τα φωτάκια στο δέντρο σαν να ήταν μικροσκοπικοί φάροι που υπόσχονταν ότι, για λίγο, όλα θα πάνε καλά. Αυτή η αίσθηση, όσο κι αν την καταχωνιάζουμε ανάμεσα σε υποχρεώσεις και ημερολόγια ενηλίκων, δεν χάνεται. Μένει εκεί, διακριτικά, έτοιμη να ξαναβγεί στην επιφάνεια με το άρωμα ενός γλυκού ή το τρίξιμο μιας παλιάς χριστουγεννιάτικης κάρτας.
Δεν έχει σημασία πόσο διαφορετικές είναι πια οι ζωές μας. Ίσως δεν είμαστε πια εκείνα τα παιδιά που ξυπνούσαν χαράματα για να δουν τι κρύβει το περιτύλιγμα κάτω από το δέντρο. Ίσως οι γονείς που τότε έστηναν το σκηνικό της μαγείας δεν είναι πια εδώ, ή έχουν γεράσει σε σημείο που τα μάτια τους κουράζονται όταν ανάβουν τα φωτάκια. Ίσως οι φίλοι της γειτονιάς με τους οποίους τρέχαμε στα στενά να έχουν μοιραστεί σε άλλες πόλεις, άλλες χώρες, άλλες ζωές. Κι όμως, αρκεί ένα τραπέζι στρωμένο με φαγητά που μυρίζουν κανέλα, γαρύφαλλο και βούτυρο για να νιώσουμε πως κάτι μέσα μας δεν άλλαξε ποτέ.
Ίσως να είναι η μελομακάρονα που ακόμη έχουν αυτή τη ζεστή, σχεδόν συγκινητική γεύση. Η γεύση του σπιτιού, της ασφάλειας, της οικογένειας, της προσμονής. Ίσως να είναι οι κουραμπιέδες με τη σκόνη ζάχαρης που άφηναν λευκά σημάδια πάνω στα μαύρα γιορτινά μας ρούχα, λες και ήταν μικρές, άκακες αταξίες που κανείς δεν θα μας μάλωνε γι’ αυτές. Ή μπορεί να είναι η μυρωδιά του βρεγμένου δρόμου και του κρύου αέρα που μπλέκεται με τον ήχο από τα κάλαντα—ένας ήχος που, όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, παραμένει πεισματικά ο ίδιος.

Υπάρχει κάτι σχεδόν θεραπευτικό στον τρόπο που τα Χριστούγεννα επιστρέφουν. Είναι μια υπενθύμιση ότι ο χρόνος μπορεί να γλιστράει, να μας ξεπερνά, να μας αλλάζει, αλλά δεν παίρνει ποτέ τα πάντα μαζί του. Κάποιες γεύσεις, κάποιες μνήμες, κάποιες εικόνες έχουν το δικό τους ανοσοποιητικό. Επιβιώνουν μέσα μας, προστατευμένες σαν φυλαχτά. Κι όταν η καθημερινότητα αρχίζει να μας βαραίνει, όταν η αίσθηση της ενηλικίωσης γίνεται περισσότερο κούραση παρά ελευθερία, τότε αυτές οι μνήμες έρχονται και μας υπενθυμίζουν την πιο απλή, αλλά και πιο απαραίτητη αλήθεια: ότι μέσα μας δεν σταματήσαμε ποτέ να είμαστε παιδιά.
Ίσως γι’ αυτό, όσο κι αν μεγαλώνουμε, ψάχνουμε τρόπο να δημιουργήσουμε ξανά εκείνη τη μαγεία. Ξαναβάζουμε τα ίδια στολίδια στο δέντρο, ακόμη κι αν έχουν φθαρεί. Ξανακάνουμε τις ίδιες συνταγές, ακόμη κι αν δεν γίνονται ακριβώς σαν της μαμάς ή της γιαγιάς. Ξανακρεμάμε στο μπαλκόνι τα φωτάκια που μπορεί να μην είναι τέλεια, αλλά είναι αρκετά για να φωτίσουν τις νύχτες του Δεκέμβρη. Γιατί κάπου μέσα μας, θέλουμε μια γιορτή που να έχει την ίδια γεύση. Να μας φέρνει πίσω σε εκείνο το σημείο της ζωής όπου το μόνο που είχε σημασία ήταν η ζεστασιά του σπιτιού και η χαρά της προσμονής.
Και ίσως, τελικά, αυτό να σημαίνει ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι μια εποχή. Είναι μια γεύση. Μια μυρωδιά. Ένα συναίσθημα που αρνείται να μεγαλώσει. Κι όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος γύρω μας, όσο κι αν κι εμείς αλλάζουμε, αυτή η γεύση παραμένει ίδια —γλυκιά, γνώριμη, ανακουφιστική. Μια γεύση που μας προσκαλεί να θυμηθούμε ποιοι υπήρξαμε και ποιοι συνεχίζουμε, παρά τα όλα, να είμαστε.
Γιατί κάθε χρόνο, όταν ο κόσμος φωτίζεται, όταν οι πόρτες των σπιτιών ανοίγουν και οι άνθρωποι κάθονται ξανά γύρω από ένα τραπέζι, αντιλαμβανόμαστε το ίδιο πράγμα: τα Χριστούγεννα δεν φέρνουν μόνο δώρα. Φέρνουν επιστροφές. Στον χρόνο, στον εαυτό μας, στις γεύσεις που μας έφτιαξαν.
Κι αν κάτι αξίζει να κρατήσουμε, είναι ακριβώς αυτό. Ότι υπάρχει μια εποχή του χρόνου που, όσο κι αν μεγαλώσουμε, όσο κι αν αλλάξουμε, θα έχει πάντα την ίδια γεύση με τότε που ήμασταν παιδιά.



