Γιώργος Παπαδόγαμβρος: Sur mesure

Γιώργος Παπαδόγαμβρος

Γιώργος Παπαδόγαμβρος: Sur mesure. Η επανάσταση του ραφτάκου που άλλαξε τα δεδομένα του κουστουμιού στην Ελλάδα.

Γόνος οικογένειας ραφτάδων, ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος, αποφάσισε να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη συντηρητική αντίληψη και την κλασική γραμμή στο αντρικό ντύσιμο, κάνοντας ένα τολμηρό όσο και αποφασιστικό βήμα για να ξεχωρίσει, με ανατρεπτικές ιδέες, μοντέρνο στυλ και διάθεση για ανανέωση, κόντρα στις συμβάσεις, που, αναπόφευκτα τηρούσε η οικογενειακή παράδοση. “Ο πατέρας μου ήταν το δεξί χέρι στο ραφτάδικο του παππού μου και έτσι γνώρισε τη μητέρα μου” λέει και θυμάται σαν χτες που έκανε τα πρώτα του βήματα, παιδί ακόμα, στον μαγικό χώρο της ραπτικής. Έμπαινε στο παλιό ατελιέ και ρούφαγε αχόρταγα τη μυρωδιά των υφασμάτων που ταξίδευαν ως εκεί απ’ όλο τον κόσμο. Ήταν, βέβαια, μια εποχή που το κέντρο της πόλης ήταν γεμάτο με εμπορικά κι έβρισκε κανείς όλων των λογιών τα υφάσματα. Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες ράβονταν, ακόμη, στους μόδιστρους και τις μοδίστρες της γειτονιάς ή τους πιο “ακριβούς” στη Σταδίου, στο Κολωνάκι, στην Κηφισιά. Ένα καλό κουστούμι στην γκαρνταρόμπα του κάθε σπιτιού ήταν απαραίτητο “εξάρτημα” του άντρα για την κυριακάτικη λειτουργία, τη βόλτα κάτω από τον ζεστό αθηναϊκό ήλιο, τη συνάντηση με τους φίλους για καφέ στο Ζάππειο ή στο Zonar’s. Φυσικά, το dress code των εργασιακών χώρων απαιτούσε επίσης κουστούμι και γραβάτα, ειδικά σε δουλειές γραφείου.

Η επανάσταση που έκανα εγώ ήταν η απόφασή μου να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που έβλεπα στους παλιούς ραφτάδες, έκανα το ράψιμο και τη μόδα, όπως έκαναν στο εξωτερικό” μας λέει και στέκεται στη σημασία που έδωσε από την αρχή, στην πρώτη ύλη, στις ποιότητες των υφασμάτων, που τις θεωρεί εξίσου σημαντικό παράγοντα για ένα καλό κουστούμι, με το ράψιμο και το μάτι του ράφτη. Ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος συνάντησε, έτσι, με την τόλμη και την ανατρεπτική του διάθεση, με την προσοχή στην ποιότητα και τους τολμηρούς συνδυασμούς των χρωμάτων, την επιτυχία και δεν την άφησε ποτέ να του φύγει από τα χέρια.

Ως ράφτης-σχεδιαστής όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του, έγινε το πρώτο όνομα στο κουστούμι κι έφτασε να ράβει, στο ατελιέ του στην Κηφισιά, τους παίκτες του Ολυμπιακού στο μπάσκετ, γνωστούς καλλιτέχνες, πολιτικούς και όλους όσοι, ακόμη και σήμερα, στα χρόνια της κρίσης, αισθάνονται την ανάγκη να έχουν στην γκαρνατρόμπα τους, έστω και ένα-δύο καλά κουστούμια ή συνδυασμούς που θα κάνουν τη διαφορά στις δημόσιες εμφανίσεις τους. Για τον επιτυχημένο ράφτη το μυστικό της επιτυχίας είναι ο συνδυασμός: το ράψιμο και το καλό μάτι.

Τον ρωτάω πόσες μετρήσεις χρειάζεται ένα καλό κουστούμι, περιμένοντας να πάρω μια μονολεκτική απάντηση, με έναν εντυπωσιακό αριθμό και η απάντηση που παίρνω είναι, μάλλον η προβλεπόμενη. “Όλα είναι σχετικά” μου απαντά. “Είναι το σώμα, είναι και το ύφασμα, καθώς όσο πιο καλή είναι η ποιότητα τόσο πιο δύσκολο είναι να φτιαχτεί. Ένα φυσιολογικό σώμα χρειάζεται πολύ λιγότερο χρόνο από ό,τι ένα τεράστιο σώμα”. Φυσικά, όπως μας εξηγεί, όλα τα σώματα έχουν ιδιαιτερότητες. Ωστόσο, για έναν ράφτη που για πάνω από πέντε χρόνια ράβει την ομάδα μπάσκετ του Ολυμπιακού, η εμπειρία, η εξοικείωση με αυτά τα τεράστια και δύσκολα κορμιά, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Αρκεί μια ματιά για να καταλάβει το σώμα και να αρχίσει, από την πρώτη στιγμή, να σχεδιάζει στο μυαλό του. Πολύ δύσκολα σώματα υπάρχουν και είναι, κυρίως, του πολύ ευτραφή, του πολύ αδύνατου και ο κοντού. Για τον τελευταίο, επιδίωξη του καλού ράφτη είναι το ρούχο να μην δείξει πάνω του πολύ μικρό, “βαφτιστικό” όπως συνηθίζουμε να λέμε, ούτε, όμως, και φαρδύ. Αντίστοιχα, σε αυτόν με τα παραπανίσια κιλά, του κουστούμι δεν πρέπει να μοιάζει “ντουλάπα”.

Όπως είναι φυσικό, ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος έρχεται, κάποιες φορές, αντιμέτωπος και με ανθρώπους που ζητούν πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν. Είναι βέβαιο ότι ένας κύριος με παραπανίσια κιλά δεν μπορεί, σε καμμία περίπτωση, να ράψει ένα κουστούμι και, ως δια μαγείας, να μοιάζει με τον Ντάνιελ Κρεγκ στον τελευταίο Τζέιμς Μποντ. Οι περισσότεροι πελάτες, όπως μας λέει ο Γιώργος, αντιλαμβάνονται ποια είναι η εμφάνιση και οι ιδιαιτερότητές τους κι έρχονται στο ατελιέ για να ακούσουν τις συμβουλές του και να πουν ναι στις προτάσεις του. “Υπάρχει η δυνατότητα με κάποιες τεχνικές και κόλπα της δουλειάς μας να κόψουμε 10 με 15 κιλά από αυτό που θα φαίνεται στο μάτι” ξεκαθαρίζει ο σχεδιαστής και φέρνει ως παράδειγμα τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη, τον “αγαθό γίγαντα”, όπως τον χαρακτηρίζει. Ο Σχορτσιανίτης δεν είχε φορέσει ποτέ κουστούμι στη ζωή του, μέχρι που ήρθε η ώρα να παντρευτεί και στάθηκε τυχερός που έπεσε στα μαγικά χέρια του Γιώργου Παπαδόγαμβρου. “Του έφτιαξα ένα κουστούμι στα κυβικά του, μεσάτο. Έτσι όπως “έπεσε πάνω του” και είδε να τον δείχνει 20 κιλά πιο αδύνατο, άλλαξε γνώμη για το καλό ντύσιμο. Άρχισε να ράβει σακάκια, πουκάμισα, και τον έχω ακόμη πελάτη”. Και τί μπορεί να σημαίνει ένα κουστούμι ραμμένο για τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη ή για έναν μπασκετμπολίστα στα κυβικά του; Σημαίνει 4,5 με 5 μέτρα ύφασμα, όπως αποκαλύπτει ο Γιώργος, την ώρα που ένα φυσιολογικό σώμα απαιτεί 3 με 3,5 μέτρα. Και, φυσικά, για τέτοιες περιπτώσεις, ανεβαίνει και το κόστος, καθώς όπως μας λέει ο έμπειρος σχεδιαστής, αυτά τα δυο μέτρα παραπάνω ύφασμα μπορεί και να κοστίζει 500 ευρώ επιπλέον, αλλά και η δουλειά που χρειάζεται στο ράψιμο είναι μια ακόμη πιο δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία.

Ράβοντας τον Σάκη Ρουβά
Ξεχωριστή ήταν για τον Γιώργο Παπαδόγαμβρο η εμπειρία της συνεργασίας με τον Σάκη Ρουβά. Ο ράφτης των επωνύμων έραψε κουστούμια τόσο για τις εμφανίσεις του στο X-Factor, όσο και για το κέντρο που τραγουδάει. Τον περιγράφει ως ένα πολύ προσγειωμένο παιδί, φοβερό καλλιτέχνη και, κυρίως, πολύ καλό επαγγελματία, πράγμα που βγήκε σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ολοκλήρωσης των ρούχων. Και ήταν μια αληθινή πρόκληση για τον Γιώργο Παπαδόγαμβρο να ράψει έναν καλλιτέχνη που χαρακτηρίζεται για το καλό του ντύσιμο και έχει φορέσει πολλά και διαφορετικά ρούχα, διάσημων σχεδιαστών. Η δουλειά του, ωστόσο, εξελίχθηκε ακόμη πιο εύκολα καθώς, πέρα από το γεγονός ότι το αψεγάδιαστο σώμα του Σάκη διευκολύνει την όλη προσπάθεια να γεννηθεί το τέλειο ρούχο, ο Γιώργος αισθάνθηκε από πολύ νωρίς ότι είχε κατορθώσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του μοντέλου του, πράγμα πολύ σημαντικό για τη δουλειά του.

“Το ύφασμα σε ένα καλό κουστούμι είναι το 50%”
Ο Γιώργος είναι απόλυτος: το ύφασμα σε ένα κουστούμι είναι το 50%. Το γνωρίζει πολύ καλά και γι αυτό, εδώ και καιρό, κάνει ο ίδιος εισαγωγές τα υφάσματα που χρησιμοποιεί, για να αισθάνεται ότι έχει ως πρώτη ύλη αυτό ακριβώς που χρειάζεται για να αναδειχθεί η δουλειά του. “Από το ύφασμα δείχνει πιο εντυπωσιακό το κουστούμι” μας λέει ο διάσημος ράφτης-σχεδιαστής. “Μπορεί να δεις δύο κουστούμια που έχουν το ίδιο ντεσέ (το ίδιο σχέδιο) αλλά εκ διαμέτρου αντίθετη ποιότητα στο ύφασμα και αυτό που ράφτηκε με το καλό να δείχνει 20 φορές πιο όμορφο πάνω στο σώμα”. Εδώ, ωστόσο, στέκεται για να διευκρινίσει ότι μόνο ένας καλός ράφτης μπορεί να διαχειριστεί όπως πρέπει και να μετουσιώσει σε καλό κουστούμι ένα καλό ύφασμα. Το μότο του Γιώργου Παπαδόγαμβρου είναι “προχώρα με στυλ και με ποιότητα” και για να είναι συνεπής σε αυτό που λέει, φροντίζει να χρησιμοποιεί μόνο τα καλύτερα υφάσματα, επιλεγμένα από χώρες με μεγάλη παράδοση στο αντικείμενο και, φυσικά, τα εισάγει ο ίδιος απευθείας από την πηγή. Αυτό δικαιολογεί το γεγονός ότι στις τιμές είναι διαφορετικός, καθώς το ύφασμα και μόνο για ένα κουστούμι Παπαδόγαμβρου κοστίζει πάνω από 500 ευρώ. Κι ένα κουστούμι ολοκληρωμένο από τα χέρια του μπορεί να κυμανθεί από τα χίλια έως και τις 3 χιλιάδες ευρώ.

Ένας λόγος που έχω πετύχει είναι το ότι ψάχνομαι συνεχώς. Ακολουθώ τη μόδα του Εξωτερικού, τα φέρνω ένα με δύο χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι θα ‘ρθουν στην Ελλάδα και γι αυτό έχω πετύχει. Αν δεν το κάνεις αυτό θα το χάσεις το παιχνίδι

“Δυστυχώς” συνεχίζει ο Γιώργος, “το ύφασμα στην Ελλάδα έχει πεθάνει, εδώ και τουλάχιστον μια δεκαπενταετία”. Μια χώρα με τεράστια παράδοση στην υφαντουργία και με μία θρυλική βιομηχανία υφασμάτων, τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει αφήσει πίσω της το ένδοξο παρελθόν και οι Έλληνες σχεδιαστές είναι υποχρεωμένοι να αγοράζουν εισαγόμενα υφάσματα ή να κάνουν δικές τους εισαγωγές. Οι εποχές που μεσουρανούσαν ονόματα όπως της Πειραϊκής Πατραϊκής, του Δημητριάδη, της Brittania έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Ο Γιώργος, ωστόσο, πιστεύει ότι στον τομέα του υφάσματος οι Ιταλοί και οι Άγγλοι έχουν ξεφύγει τόσο πολύ που, ακόμη κι αν υπήρχε βιομηχανία στην Ελλάδα, θα ήταν δύσκολο να φτιάξουμε υφάσματα στις ποιότητες που τα κάνουν αυτοί. “Όποιος επενδύσει σε αυτά τα πράγματα στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι τρελός” λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργος και χαμογελάει, γιατί σκέφτεται τις δυσκολίες που υπάρχουν και σε ό,τι έχει να κάνει με την Ελληνική γραφειοκρατία και την εν γένει διάθεση από το Κράτος να στηρίξει την Ελληνική παραγωγή, αλλά, κυρίως στο γεγονός ότι τα ειδικά υφάσματα που χρησιμοποιούνται για τα κουστούμια, τον πρώτο λόγο έχει η Αυστραλία που έχει μεγάλη κτηνοτροφική παράδοση με πρόβατα που έχουν συγκεκριμένο τύπο μαλλιού. Εκεί υπάρχουν μεγάλες φάρμες με αυστραλέζικα πρόβατα, πολύ διαφορετικά από τα Ελληνικά. Πιστεύει, όμως, ότι τύχη θα έχει ο επιχειρηματίας ο οποίος θα επενδύσει σε υφάσματα για πιο casual ρούχα, βαμβακερά ή τζην η με περιεκτικότητες σε πολυέστερ. Όπως είναι, λοιπόν, φυσικό, ο Γιώργος βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση για το καλό και ποιοτικό ύφασμα, ταξιδεύει και ανανεώνει τις πληροφορίες του. Ξέρει ότι είναι μια διαδικασία που επιβάλλεται να κάνει για να είναι πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά. “Ένας λόγος που έχω πετύχει είναι το ότι ψάχνομαι συνεχώς. Ακολουθώ τη μόδα του Εξωτερικού, τα φέρνω ένα με δύο χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι θα ‘ρθουν στην Ελλάδα και γι αυτό έχω πετύχει. Αν δεν το κάνεις αυτό θα το χάσεις το παιχνίδι”.

Υπάρχουν, άραγε, υφάσματα που ο καλός ράφτης δεν τα προτιμά; Είναι μια ερώτηση που κεντρίζει αμέσως τη διάθεση του Γιώργου να τοποθετηθεί. Το ύφασμα γι αυτόν είναι η αφετηρία και η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα καλό αποτέλεσμα. Με τη σκέψη σε κάποιες καλοκαιρινές εικόνες χιλιοτσαλακωμένων λινών κουστουμιών, σε γάμους και βαπτίσεις, μέσα στο καταμεσήμερο με “χίλιους” βαθμούς υπό σκιά, του αναφέρω αυτό το ύφασμα που στη δική μου αντίληψη, πρέπει να είναι από τα πλέον ιδιότροπα υφάσματα. “Το λινό είναι πολύ παρεξηγημένο στην Ελλάδα, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο” απαντά. “Αυτοί που δούλευαν καλοκαιρινά ρούχα, όλα τα προηγούμενα χρόνια, χρησιμοποιούσαν το λινό που ήταν για τα πουκάμισα κι έβλεπες ένα τσαλακωμένο πράγμα, λες και είχες βγει από το πλυντήριο. Κι όμως, υπάρχει λινό ειδικά για κουστούμια, το Ιρλανδέζικο λινό, 100% λινό, αλλά είναι μονόφαρδο, είναι άλλη ποιότητα λινό, έχει άλλο πέσιμο και άλλο τσαλάκωμα. Απλώς, τα τελευταία χρόνια δεν παίζουν πολύ λινό, αλλά βάζουν μέσα σύμμεικτα, δηλαδή λινό με πολυεστερικά ή με λίγο μετάξι, με λίγο μαλλί, για να κάνει πιο ωραίο τσαλάκωμα”.

Το κουστούμι και η κρίση
Η οικονομική κρίση σαφώς και έχει επηρεάσει και τη δουλειά του Γιώργου, όχι όμως όπως θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Τον ρωτώ μέχρι ποιό σημείο μπορεί να φτάσει σήμερα κάποιος που, τα προηγούμενα χρόνια, είχε την οικονομική επιφάνεια να ράβει συχνά καλά κουστούμια, και σήμερα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις του καλού ντυσίματος. Είναι, τελικά, το καλό ντύσιμο εθιστικό, τόσο που κάποιοι από τους καλοντυμένους έως σήμερα πελάτες του να εκλιπαρεούν για εκπτώσεις ή μεγάλες ευκολίες πληρωμής για να μην αλλάξουν τις συνήθειές τους; Η απάντησή του με ξαφνιάζει: “Η κρίση εμάς τους ραφτάδες μας βοήθησε, γιατί ο κόσμος, πλέον, αναζητά την ποιότητα και την καλή γραμμή. Προτιμά να δώσει περισσότερα λεφτά για να πάρει ένα καλό ρούχο που θα πέσει όπως πρέπει επάνω του, παρά ένα ετοιματζίδικο που δεν θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το ρούχο της παραγγελίας, που θα διατηρηθεί σαν καινούργιο για μεγάλο χρονικό διάστημα”.

Φυσικά, τα αιτήματα για εκπτώσεις και ευκολίες έχουν αυξηθεί, λόγω της κρίσης, και οι εκπτώσεις μπορεί να γίνουν, αλλά, αναγκαστικά, πέφτει η ποιότητα. Υπάρχουν ποιοτικές επιλογές σε χαμηλότερες τιμές, αλλά όχι το ίδιο καλές όσο εάν δεν υπάρχει ο οικονομικός περιορισμός που βιώνουν, στις μέρες μας, ακόμη και άνθρωποι “υπεράνω υποψίας”. Ο Γιώργος, ωστόσο, εξηγεί ότι όταν δουλεύεις κουστούμι ξεκινάς από κάποια ποιοτικά στάνταρντ, κάτω από τα οποία δεν πέφτεις. Συγκρίνει, μάλιστα, τις επιλογές με τις διαφορές που μπορεί να έχουν δύο ακριβά και αξιόπιστα αυτοκίνητα. “Υπάρχει η Ferrari, υπάρχει και η Mercedes. Όταν, λοιπόν, έχεις μάθει με τη Ferrari, τώρα συμβιβάζεσαι με τη Mercedes” λέει ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος για να δώσει με όσο το δυνατόν πιο εύγλωτο τρόπο τα όρια που βάζει και ο ίδιος στη δουλειά του, που είναι αδιαπραγμάτευτα, ακόμη και μέσα στην κρίση.

Ιταλικό ή Αγγλικό κουστούμι;
Για έναν ράφτη-δημιουργό που σέβεται τον εαυτό του, τους πελάτες του και τη δουλειά του η ερώτηση ιταλικό ή αγγλικό κουστούμι έχει εύκολη απάντηση, καθώς δεν θέλει να τα ξεχωρίσει. Και σε αυτή την περίπτωση ισχύει το “κάθε τι στην ώρα του”. Ο Γιώργος έχει σπουδάσει στην Ιταλία και όπως λέει του αρέσει το ιταλικό στυλ. “Οι Ιταλοί δεν παρεξηγούν τίποτα, έχουν μια κομψότητα. Από την άλλη πλευρά, οι Άγγλοι τολμάνε περισσότερο, βάζουν χρώμα στα υφάσματα και το βράδυ είναι πιο εντυπωσιακοί. Θα έλεγα, τελικά, ότι προτιμώ το Ιταλικό πρωϊνό ντύσιμο και το Αγγλικό βραδινό”. Η αντίληψη του Γιώργου στη σύγκριση των δύο γραμμών είναι ότι, με τον καιρό οι Άγγλοι άρχισαν να συμβαδίζουν με τους Ιταλούς, στα πιο στενά σακάκια, πιο στενά μανίκια, πιο ωραίοι ώμοι.

Τί είναι, όμως, αυτό που καθορίζει το τί είναι καλόγουστο σε ένα κουστούμι και τί ρόλο παίζει το marketing στη διαμόρφωση αυτού που λέμε καλό γούστο; Είναι ένα ερώτημα που πάντοτε με απασχολούσε, βλέποντας την τηλεοπτική διαφήμιση, τα περιοδικά μόδας ή τον κινηματογράφο να επιβάλλουν, κάθε φορά, αυτό που θεωρείται μοντέρνο και στυλάτο, δύο έννοιες που αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Δεν μπορούσα, λοιπόν, παρά να μπω στον πειρασμό να προκαλέσω τον Γιώργο, περιμένοντας με ενδιαφέρον την άποψή του. Του θύμισα, μάλιστα, την ιστορία του αντρικού κουστουμιού, από δεκαετία σε δεκαετία, μέσω των μεγάλων σταρ του σινεμά. “Αν προσέξεις, σήμερα, αυτό που θυμάσαι από το αντρικό κουστούμι της δεκαετίας του ‘50 είναι το ίδιο με το σημερινό, αλλά σε πιο στενή γραμμή” σημειώνει ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος, όταν η συζήτηση έρχεται στα μαύρα ή blue black κουστούμια του Humphrey Bogart ή του Clark Gable στις ταινίες εκείνης της εποχής. “Είναι το ίδιο στυλ υφασμάτων, αυτή η χλιδή που βγάζει η δεκαετία του ‘50, αλλά με γραμμές πιο στενές, της εποχής” συμπληρώνει, σημειώνοντας ότι η διαφορά σήμερα είναι ότι εκείνες οι γραμμές έρχονται πιο πολύ πάνω στο σώμα, το αγκαλιάζουν περισσότερο και το κάνουν πιο κομψό.

Γιώργος Παπαδόγαμβρος

Κατά τη γνώμη του Γιώργου αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι καλός στη δουλειά σου. Αν είσαι καλός σχεδιαστής, θα επιβάλεις την παρουσία σου, όχι μέσα από τα media και την υπερπροβολή σου, αλλά από το καλό γούστο αυτών που δημιουργείς. Γιατί, αν αυτό δεν ισχύει, στην καλύτερη περίπτωση θα βρεθείς στην Επικαιρότητα για ένα-δύο χρόνια και μετά θα εξαφανιστείς. “Οι μεγάλοι σχεδιαστές ναι, διαμορφώνουν μόδα γιατί το έχουν δουλέψει, έχουν κουραστεί για να αναδείξουν τη δουλειά τους και είναι φυσικό να διαμορφώνουν μόδα, αλλά μαζί και με τον υφασματά”. Όπως επισημαίνει ο υφασματάς πάντα μιλάει με τον σχεδιαστή και οι δυο τους, από κοινού, καθορίζουν τη μόδα.

Τα συζητάμε όλα αυτά με τον Γιώργο (και με κάνει να αισθάνομαι τόσο οικεία ώστε να του μιλάω άνετα, χωρίς να γνωριζόμαστε από πριν) και παρατηρώ το δικό του ντύσιμο. Μοντέρνες γραμμές, τολμηροί συνδυασμοί χρωμάτων, ρίγα μαζί με καρώ σε πουκάμισο και σακάκι αντίστοιχα, αλλά και ιδιαίτερα αξεσουάρ που δεν δείχνουν διόλου ξένα σε ένα σύνολο κλασικό και μοντέρνο μαζί. Και δεν μπορώ όλα αυτά να μην τα σχολιάσω, περιμένοντας την αντίδρασή του. “Την τελευταία πενταετία στη μόδα όλα επιτρέπονται” μου λέει, χαμογελώντας. “Δεν είναι αυτό το τυποποιημένο που λέγαμε παλιά {θα φορέσεις pin stripe κουστούμι οπότε δεν μπορείς να φορέσεις από μέσα μικρό καρουδάκι πουκάμισο}. Τώρα δεν είναι απαγορευτικό. Μπορείς να φορέσεις καρό κουστούμι με χιλιόριγο πουκάμισο. Όμως” συμπληρώνει, “όλα αυτά με τη βοήθεια του σχεδιαστή για να μην ξεφύγεις. Επειδή, όταν τολμάς δεν είναι και δύσκολο να ξεφύγεις”. “Και πότε ξεφεύγεις;” τον ρωτάω. “Όταν δεν ακούς αυτόν που σε βοηθάει και πας να κάνεις του κεφαλιού σου και ειδικά όταν δεν το ‘χεις, κιόλας” μου απαντά. Αν, όμως, το έχεις το στυλ, έχεις την αντίληψη, σιγά-σιγά μαθαίνεις και το συνδυάζεις”. Μου εξηγεί ποιο είναι το πλεονέκτημα που έχει το κατά παραγγελία κουστούμι, όταν έχεις να κάνεις με έναν έμπειρο και με καλό μάτι δημιουργό. “Σε αυτή την περίπτωση μαθαίνει κι εσύ πράγματα που ίσως δεν γνωρίζεις. Μαθαίνεις το σώμα σου, μαθαίνεις γενικά αυτό που ταιριάζει πάνω σου. Κι αυτό συμβαίνει αφού ράψεις δυο-τρία κουστούμια”. Είναι ο λόγος, όπως λέει, που αν ράψεις κουστούμι δεν ξαναγυρνάς στο έτοιμο.

Αν προσέξεις, σήμερα, αυτό που θυμάσαι από το αντρικό κουστούμι της δεκαετίας του ‘50 είναι το ίδιο με το σημερινό, αλλά σε πιο στενή γραμμή

Κι όμως, αυτός ο ράφτης-σχεδιαστής που έχει κατακτήσει όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και όλο τον κόσμο με τις δημιουργίες του, δεν είναι πάντοτε εύκολο να ικανοποιήσει κάθε πελάτη, ειδικά, αν πρόκειται για κάποιον που μπαίνει στο ατελιέ του με διάθεση να αγγίξει τα όρια του παραλόγου, ζητώντας πράγματα που δεν γίνονται. Τον ρωτάω αν έχει έρθει ποτέ στο σημείο να θέλει να διώξει κάποιον πελάτη. “Οοουυυ, πολλές φορές” μου απαντά. Και εξηγεί πόσο σημαντικό είναι γι αυτόν το γεγονός ότι είναι από τους λίγους που, σε αυτή τη συγκυρία, έχουν αρκετή δουλειά και γι αυτό έχει την πολυτέλεια να μπορεί να επιλέγει τους πελάτες, κάτι που είναι γι αυτόν ιδιαιτέρως ευχάριστο. Αν κάποιος πελάτης του κάνει τη ζωή δύσκολη δεν τον ξαναράβει, δεν υποχωρεί στις απαιτήσεις του. Σημειώνει, ωστόσο, πόσο σημαντικό είναι για έναν άνδρα να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του. Την εμπιστοσύνη του ίδιου αλλά και της γυναίκας του. “Συνήθως ένας τέτοιος πελάτης σε αφήνει εν λευκώ” συμπληρώνει και υποστηρίζει ότι η σύζυγος είναι, συνήθως, θετικός παράγοντας, γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά ¨βοηθάει τον άντρα να τολμήσει. Την ακούει περισσότερο από τον ράφτη και τολμάει”. Αυτό, πάντως, που έχει καταφέρει και το υπογραμμίζει με ικανοποίηση ο Γιώργος είναι ότι οι πελάτες του τον εμπιστεύονται τόσο που έχει κερδίσει την ανάλογη εμπιστοσύνη και των γυναικών τους. “Όταν η σύζυγος ακούσει ότι ο άντρας της θα πάει να ραφτεί στο Γιώργο, τον αφήνει να το κάνει μόνος του γιατί ξέρει ότι αυτό που θα πάρει το καλύτερο”.

Παρότι ασχολείται τόσα χρόνια αλλά και με τέτοιο πάθος με το καλό ντύσιμο, ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος δεν είναι από αυτούς που θα ασχοληθεί με το ντύσιμο των άλλων γύρω του σε βαθμό εμμονής. “Μ’ αρέσει το καλό ντύσιμο και μ’ αρέσει όταν βρίσκεσαι σε κάποιους χώρους που πρέπει να είσαι καλοντυμένος. Μπορεί κανείς να φορέσει μια φόρμα γυμναστικής και να πάει έξω με τα παιδιά του να φάει. Είναι κάτι που και εγώ ο ίδιος το κάνω” μας λέει.

Και τι είναι το καλοραμμένο κουστούμι, χωρίς το ανάλογο παπούτσι; Ένα τίποτα. Ένα καλό κουστούμι, από μόνο του δεν θα έλεγε και πολλά πράγματα αν δεν συνδυαζόταν με καλά, προσεκτικά επιλεγμένα, συμπληρώματα. Τα αξεσουάρ ενός καλού ντυσίματος είναι το ίδιο σημαντικά, καθώς προσθέτουν την τελευταία αλλά πολύ ουσιαστική πινελιά σε ένα όμορφο σύνολο. Και ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος δεν μπορεί παρά να γνωρίζει καλύτερα από τον οποιονδήποτε τί σημαίνει τα κουστούμια του να πλαισιώνονται από ένα καλό παπούτσι ή ένα καλοραμμένο πουκάμισο. Κι όσο κι αν ακούγεται παράδοξο για κάποιον που ράβει, θεωρεί ότι το μισό ντύσιμο είναι το παπούτσι. “Μπορεί να φτιάξεις το καλύτερο κουστούμι του κόσμου και το παπούτσι σου να μην είναι καλό και να βγει όλο το ρούχο αποτυχία”. Παρά το γεγονός ότι το Ελληνικό παπούτσι έχει υποστεί, τα τελευταία χρόνια, ισχυρά χτυπήματα, ο Γιώργος βλέπει νέους υποδηματοποιούς να εμφανίζονται και, σιγά-σιγά, να ανοίγουν τα φτερά τους, σε αντίθεση με τη βιομηχανία του υφάσματος, και αυτό τον ευχαριστεί ιδιαίτερα.

Και καλός ράφτης και οικογενειάρχης. Συμβιβάζεται;
Ο Γιώργος παραδέχεται ότι η δουλειά του του τρώει πάρα πολλές ώρες μέσα στην ημέρα. Από τις 8:30 το πρωί που θα πάει τον γιο του στο σχολείο και θα ανοίξει το ατελιέ του, μπορεί να χρειαστεί να εργάζεται ακόμη και για 12 και παραπάνω ώρες. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα γυρίσει σπίτι του ακόμη και δέκα το βράδυ. “Είμαι τυχερός που η δουλειά μου μου αρέσει” μας λέει με ένα συγκρατημένο χαμόγελο, “γι αυτό και μπορώ και δουλεύω τόσες πολλές ώρες. Αν δεν μου άρεσε αυτή η δουλειά, δεν ξέρω τί θα έκανα” προσθέτει και βάζει στη σκέψη του τα δύο του παιδιά. Είναι φορές που και τα ίδια τα παιδιά του παραπονιούνται επειδή βλέπουν πολύ λίγο τον πατέρα τους. Έχει, όμως, ξεκάθαρα μέσα του την πεποίθηση ότι ό,τι είναι να γίνει γι αυτόν και τη δουλειά του θα γίνει τώρα, και μάλιστα, όταν τα σκέφτεται όλα αυτά, τα παιδιά του είναι αυτά που βρίσκονται στο κέντρο του πλάνου. “Τώρα αν είναι θα γίνει αυτό το τσαφ, για να μπορούν και τα παιδιά μου, αν αποφασίσουν να ασχοληθούν με τη δική μου δουλειά, να βρουν ένα πάτημα. Για να μπορούν, αύριο, να είναι πιο ήρεμοι απ’ ό,τι ήμουν εγώ”.

Πως μπορεί, όμως, να γίνει αλλιώς, αφού ο καλός ράφτης δεν μπορεί εύκολα να λειτουργήσει με τη λογική μιας επιχείρησης που θα έχει συνεργάτες, στο δημιουργικό, τουλάχιστον, κομμάτι. Όλοι οι πελάτες του έρχονται για να ασχοληθεί και να ράψει το κουστούμι τους ο ίδιος. Και γι αυτό, το κάθε κουστούμι θέλει τον χρόνο του και οι πιστοί πελάτες του γνωρίζουν ότι για να φορέσουν ένα “Παπαδόγαμβρος” πάνω τους, θα πρέπει να κάνουν υπομονή, σαν να περιμένουν το καλό μπρούσκο να βγει απ΄ το βαρέλι όπως ακριβώς το θέλει ο καλός πότης. Κι αυτό ισχύει πάντοτε, παρά το γεγονός ότι, στις περιόδους που ο Γιώργος λείπει στο Εξωτερικό για να καλύψει τους εκεί πελάτες του, υπάρχει πίσω ο πατέρας του, ένας πολύπειρος ράφτης. “Στο ράψιμο, πίστεψέ με, μετράει πολύ το μάτι και γι αυτό όλοι ζητάνε εμένα που με εμπιστεύονται και ξέρουν τί ακριβώς θα τους ράψω” λέει με σφίγγοντας τα χείλη, αλλά με μια κρυφή ικανοποίηση στη ματιά του, για το γεγονός ότι πέτυχε τόσα πολλά πράγματα, με επιμονή και πολύ δουλειά. Οι άτυχοι, φυσικά, σε αυτή την τόσο δύσκολη εξίσωση είναι οι νέοι πελάτες που, αναπόφευκτα, θα περιμένουν περισσότερο, καθώς οι παλιοί έχουν προτεραιότητα, όπως λέει.

Η σύζυγος είναι, συνήθως, θετικός παράγοντας, γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά ¨βοηθάει τον άντρα να τολμήσει. Την ακούει περισσότερο από τον ράφτη και τολμάει

Ένα καλό κουστούμι θέλει τον χρόνο του. Όπως μας λέει ο Γιώργος, αν δεν έχει άλλη δουλειά και καθίσει να ασχοληθεί αποκλειστικά με ένα κουστούμι, σε περίπου 8 με 9 μέρες το έχει ολοκληρωμένο. Αυτό σημαίνει ότι για τον Γιώργο και τις παραγγελίες που έχει να τρέχουν κάθε φορά, για κάθε κουστούμι απαιτείται, τουλάχιστον ένας μήνας. “Κατά μέσο όρο, ένας πελάτης χρειάζεται, τελικά, 40 με 50 μέρες για να φορέσει το κουστούμι του” λέει ο Γιώργος Παπαδόγαμβρος και έρχονται στο μυαλό του οι γάμοι, που μπορεί να μην του αρέσει τόσο πολύ να ασχολείται μαζί τους, αλλά με τη δουλειά του έχει κάνει ένα πολύ καλό όνομα ως ράφτης γαμπριάτικων κουστουμιών. Και δεν του αρέσει ο γάμος, όπως λέει, γιατί είναι μια ιδιαιτέρως ψυχοφθόρα διαδικασία, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικό είναι για τον πελάτη που θα ζητήσει γαμπριάτικο κουστούμι να κλέψει και λίγη από τη λάμψη της νύφης με το ντύσιμό του, απαιτεί τουλάχιστον ένα τρίμηνο νωρίτερα την αντίστοιχη παραγγελία.

Ο ανταγωνισμός είναι πρόκληση για δημιουργία
“Όποιος νομίζει ότι όλη η πίτα είναι όλη δικιά του, είναι χαμένος από χέρι”. Αυτό απαντά ο Γιώργος όταν τον ρωτάω αν φοβάται τον ανταγωνισμό, δείχνοντας αμέσως τη φιλοσοφία του σε σχέση με την αγορά μέσα στην οποία κινείται. “Άνοιξα το μαγαζί όταν ήμουν 24 χρονών, μέσα στην καρδιά της Κηφισιάς, με μεγαθήρια δίπλα μου. Δεν χαμπάριαζα. Είχα πίστη στον εαυτό μου και πέτυχα” θυμάται και δείχνει μια σιγουριά και μια αυτοπεποίθηση που εξηγεί, από μόνη της, για πιο λόγο ο Παπαδόγαμβρος έγινε ΠΑΠΑΔΟΓΑΜΒΡΟΣ.

Έχει τολμήσει και θα συνεχίσει να τολμάει, όπως λέει, πάνω στη δουλειά του και γι αυτό δεν φοβάται. Γι αυτό και έχει διάσημους πελάτες που ταξιδεύουν συχνά για να ραφτούν στο ατελιέ του. Όπως ο Τζιμπρίλ Σισέ, ο διάσημος ποδοσφαιριστής, που τον γνώρισε, προφανώς, στη διάρκεια της θητείας του στον Παναθηναϊκό. Και το στυλ του Σισέ, μόνο κλασικό δεν είναι. “Είναι ένας πολύ ιδιαίτερος πελάτης που θέλει πολύ ιδιαίτερα πράγματα, αλλά πάντοτε ποιοτικά. Γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει ποιοτικό ρούχο. Εκεί έχω τολμήσει και μ’ αρέσει που τολμάω και κάνω μαζί του κάτι διαφορετικό από το τυποποιημένο”.

Και για τις κυρίες που θα διαβάζουν τη συνέντευξη του Γιώργου Παπαδόγαμβρου και ζηλεύουν τους καλοντυμένους πελάτες του, ο αγαπημένος σχεδιαστής κουστουμιών, ναι, ασχολείται περιστασιακά με το γυναικείο ντύσιμο και το κάνει με επιτυχία, αλλά, επειδή, όπως λέει χωρίς δισταγμό, αγαπά να ασχολείται με το αντρικό ντύσιμο, μάλλον θα πρέπει να κάνουν υπομονή και να τον πείσουν να φτιάξει γι αυτές κάτι που, σίγουρα θα τις βοηθήσει να ξεχωρίσουν. “Μου αρέσει η γυναίκα με στυλ, η κομψή γυναίκα που ξέρει να συνδυάζει πράγματα στο ντύσιμό της με επιτυχία. Αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι το αντρικό ντύσιμο”.

0 replies on “Γιώργος Παπαδόγαμβρος: Sur mesure”