Υπάρχουν ιστορίες επιτυχίας κι ιστορίες ευτυχίας. Η Μαρία Σάκκαρη, στα early twenties της έχει καταφέρει πάρα πολλά, μεταξύ αυτών την ευτυχία του πετυχημένου… Κι επειδή αυτή η διατύπωση έχει αναλογική πληροφορία σε απόλυτους αριθμούς δίπλα στο όνομά της φιγουράρουν καταξιώσεις όπως είναι και οι θέσεις που έχει κατακτήσει στην παγκόσμια κατάταξη τένις. Σε κάθε Open, που εμφανίζεται ανοίγει τα στόματα από θαυμασμό, διακρίνεται και κερδίζει χειροκρότημα όχι μόνο για τις επιδόσεις και τα βαθμολογικά της κατορθώματα αλλά δη για το αθλητικό της ήθος και την κυριολεξία της ευγενούς άμιλλας, καθώς στην περίπτωση της Μαρίας από κλισέ εκφωνητή γίνεται ρεαλισμός στο τερέν.
Από το 2015 κι έπειτα η Μαρία Σάκκαρη απογειώνεται κι εξελίσσεται ως πρωταθλήτρια-αφού ήδη έχει εκτοξευτεί στο no07 της παγκόσμιας κατάταξης-, ως άνθρωπος, ως ένα πολύπλοκο σύστημα συμπεριφορών και γενετικού υλικού. Στις τόσες της κατακτήσεις η πιο σπουδαία, επιτρέψτε μου, θεωρώ πως είναι η νίκη επί των οικογενειακών ισορροπιών. Δεν είναι μια απλή περίπτωση που το μήλο κύλησε κάτω από τη μηλιά και μάλιστα βγήκε από τη σκιά της. Η Μαρία Σάκκαρη είναι κόρη της Αγγελικής Κανελλοπούλου. Οι millennial ίσως είναι οι μόνοι που χρειάζονται το who is who της… Η Αγγελική Κανελλοπούλου δεν ήταν γνωστή μόνο γιατί έφτασε στον ηχηρό αριθμό του 31 στην παγκόσμια κατάταξη, αλλά κυρίως γιατί ως η Αθηναία του τένις, έδωσε μια ανεκτίμητη δόση ελληνικότητας σ’ ένα άθλημα που τη δική της εποχή είχε έναν άλλο κοινωνικό και διεθνή απόηχο, μάλλον μακρινό. Η Αγγελική Κανελλοπούλου ως το όμορφο ξανθό κορίτσι που σαρώνει νίκες και μιλά εξαιρετικά στις συνεντεύξεις της, έβγαλε το τένις από τη ζελατίνη του απρόσιτου και το προσέφερε με την αθλητική του μεγαλοσύνη σε όποιον αγαπά τα αθλήματα, που παίζονται με το μυαλό αν και χρησιμοποιούν το σώμα.
Σ’ αυτή την οικογενειακή υπόθεση στην αντισφαίριση, μεγάλο ρόλο, αν όχι τον καθοριστικό, έπαιξε ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, παππούς της Μαρίας Σάκκαρη, παλιός πρωταθλητής κι αργότερα προπονητής, που άνοιξε το δρόμο για το τένις στην Ελλάδα, σε εποχές που τα χαρτιά μοίραζαν τα μετάλλια και τα κύπελλα κι όχι τα media -και τα social media- πολλώ δε μάλλον. Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, δίδαξε πολλούς αθλητές και προπόνησε πολλούς τενίστες, ερασιτέχνες και πρωταθλητές. Αυτό, όμως, που έβαλε στα γήπεδα όπου πάτησε ήταν το mindset του νικητή που έχει μαζί πάθος, φιλοδοξία και μια νομοτελειακή αποστολή μπροστά του. Όποιος μοιράστηκε μαζί του το φιλέ, αγάπησε το τένις γιατί με αγάπη το σύστηνε.
Σ’ αυτή τη διαδρομή ανάμεσα στο DNA των χαρισματικών, το ταλέντο και την πειθαρχία ανατέλλει το αστέρι της Μαρίας Σάκκαρη. Το κορίτσι αυτό που όταν εμφανίζεται με ρακέτα παραδίδει μαθήματα και καρφώνει νίκες κι όταν εμφανίζεται με 10ποντο γυρνά κεφάλια… Μέχρι να αρχίσει να μιλά, όπου γοητεύεσαι από την ευφυΐα της και την ευγενική συστολή της σεμνότητάς της. Κι εκεί είναι που εκτός των αθλητικών αντιπάλων η Μαρία κερδίζει και τις εντυπώσεις…
Ξεκινώ διαβάζοντας τις σημειώσεις μου για τις πολύ σημαντικές διακρίσεις της από το 2015, όπου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση σε Grand Slam διοργάνωση αγωνιζόμενη στο US Open που έφτασε στον πρώτο γύρο κερδίζοντας την παγκόσμια αναγνώριση κι ανοίγοντας το δρόμο για να συμμετέχει σε κάθε μια από τις τέσσερις Grand Slam διοργανώσεις, με αποκορύφωμα τον Μάιο του 2019, όταν και κέρδισε τον πρώτο τίτλο της καριέρας της στον τελικό του τουρνουά του Ραμπάτ στο Μαρόκο. Η Μαρία απέναντί μου χαμογελά και συμπληρώνει:
«…Για μένα που είμαι μέσα σε όλο αυτό, μέσα στο γήπεδο, μέσα στις προπονήσεις, στην καθημερινότητα ενός επαγγελματία αθλητή, σαφώς και οι νίκες είναι το φως σε όλη τη διαδρομή, αλλά και οι ήττες διδάσκουν πολλά. Και στις στιγμές που καταφέρνεις κάτι λιγότερο από το στόχο πρέπει να διατηρείς την ψυχραιμία και τη δύναμη σου, να μην ξεχνάς ποιος είσαι και την άλλη μέρα να σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου για να ξεκινήσεις τη ζωή του αθλητή. Υπάρχει ένα τρίγωνο, είναι η φήμη σαφώς η μία πλευρά, ίσως αυτή που έχει τη λάμψη και την προβολή αλλά υπάρχει και η στρατιωτική καθημερινότητα του πρωταθλητή και φυσικά η υπόλοιπη ζωή, που καμιά φορά συμβαίνει στα περιθώρια αλλά παραμένει όμορφη… Ο κόσμος σε αναγνωρίζει- όταν είναι μπροστά η πλευρά της φήμης σε αυτό το τρίγωνο- και σαφώς αυτό είναι όμορφο. Δέχεσαι κοπλιμέντα, ακούς επιδοκιμασίες, όμως σαν άνθρωπος είσαι ο ίδιος… Αλλάζουν πράγματα – αν με καταλαβαίνεις – αλλά ο άνθρωπος είναι ο ίδιος, σε κάποιο τομέα εξελίσσεται… Θέλω να χαίρομαι τις νίκες μου, να τις πανηγυρίζω αλλά δε θέλω να πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Δεν μπορώ να σου μιλήσω γενικά για το τένις… Δεν μπορώ σε κανέναν να πω γενικά για το τένις. Το δικό μου τένις, είναι πάνω από όλα η αγάπη μου. Αγαπώ αυτό που κάνω. Κάνω αυτό που αγαπώ… γράψτο όπως θες. Εγώ αυτό ήθελα να κάνω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Επειδή αυτό ήταν το πιο σαφές, ίσως το μόνο σίγουρο που είχα στη ζωή μου, ως σκοπό κι ως επιθυμία, ήταν εύκολες κάποιες αποφάσεις ή μάλλον ήταν ξεκάθαρες κι ας μην ήταν πάντα εύκολες. Βλέποντας ποιος είναι ο στόχος μου έπρεπε να τα μαζέψω και να φύγω από την Ελλάδα. Στα 18 μου. Δεν είναι και τόσο τρομερό. Πολλά παιδιά σε αυτή την ηλικία φεύγουν στο εξωτερικό για σπουδές. Αν έμενα Ελλάδα, στο σπίτι μου, στη χώρα μου, στην οικογένειά μου δε θα έπιανα ποτέ το στόχο μου. Ο ίδιος άνθρωπος είμαι, αλλά αθλητικά δε θα μπορούσα να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Στην αρχή δεν ήταν όλα ρόδινα κι ωραία. Πήγα στη Βαρκελώνη διότι εκεί ήταν ο κατάλληλος προπονητής για μένα. Για να ακολουθήσω αυτή την προπονητική σχολή και μέθοδο. Τον προπονητή ένας αθλητής οφείλει και να τον εμπιστεύεται και να του ταιριάζει. Γιατί πρακτικά η Βαρκελώνη για μένα ήταν η βάση μου αλλά τα ταξίδια για τα πρωταθλήματα ήταν πολλά και παντού. Οπότε πρακτικά αυτό, που έπρεπε να κάνω ήταν να αλλάξω τρόπο σκέψης και ζωής, όχι απλά χώρα. Όμως αυτή η ανεξαρτητοποίηση με ωρίμασε και με έβαλε στο δρόμο μου. Πια δεν είμαι στη Βαρκελώνη. Ζω στο Monte Carlo, σχεδόν εδώ κι έναν χρόνο. Και φυσικά πηγαινοέρχομαι. Εκεί πήγα διότι εκεί είναι ο νέος μου προπονητής».
Η Μαρία πια έχει δημιουργήσει το brand που ονομάζεται Μαρία Σάκκαρη. Χειρίζεται και διοικεί το team αυτού του brand.
«…Στο Monte Carlo είναι ο προπονητής μου. Έχω τον manager μου, τον γυμναστή μου και τον φυσικοθεραπευτή μου. Φυσικά έχω και τη μαμά μου. Αλίμονο. Κανονικά τη μαμά έπρεπε να την αναφέρω πρώτη», συμπληρώνει γελώντας και φωτίζονται τα μάτια της και συνεχίζει «η μαμά μου είναι πολύ σπουδαίος σύμμαχος για μένα. Και μαμά και σύμβουλος και έμπειρη να με συμβουλεύσει, να με προπονήσει, είναι πολύ κοντά μου, είναι μια αληθινή μου φίλη, με προπονεί κανονικά στο γήπεδο όταν χρειάζεται και πάντα με προπονεί διανοητικά. Με ξέρει όσο κανένας. Ξέρεις σε έναν δύσκολο αγώνα, αυτό που θα πει εκείνη μπορεί να είναι μια λέξη, μια κουβέντα και να ξεκλειδώσει όλο το σύστημα. Κάνει trigger release με ένα βλέμμα… Και το πιο βασικό, είναι δικός μου άνθρωπος. Έχουμε τον ίδιο σκοπό».
Η Μαρία αφηγείται ιστορίες, θυμάται παιχνίδια, νίκες, αγωνιστικές εμπειρίες που της άλλαξαν τη ζωή.
«…Ξέρεις υπάρχει ένα μικρό ποσοστό που δεν είναι αποτέλεσμα ούτε προπόνησης, ούτε φυσικής κατάστασης, ούτε αντιπάλου, είναι κάτι μαγικό κάποιες φορές. Η επιτυχία μου στην Κίνα τον Σεπτέμβρη του 2017 με εκτόξευσε στο top 50.
Είναι άλλοι αγώνες που έχω Έλληνες στην κερκίδα και είναι μια άλλη αίσθηση. Με το που μπαίνω να αγωνιστώ, είναι μια μεταμόρφωση. Είναι σα ρόλος, σα να φοράς την κάπα του ρόλου σου… να αποκτάς άλλες ιδιότητες. Στο γήπεδο πρέπει να έχεις εγωισμό κι ας εννοηθεί με θετικό ή με αρνητικό πρόσημο αυτό. Είναι must, εκτός γηπέδου εγώ έχω μηδενικό εγωισμό. Όμως στον αγώνα είναι αναγκαίο. Μετά αμέσως όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα θέλει μέτρο, ισορροπία, σεβασμό. Η επιτυχία έχει δύναμη, είναι συνώνυμα, αλλά εγώ θυμίζω στον εαυτό μου κι αυτά που έμαθα όταν έχασα ή όταν αποκλείστηκα, όλα αυτά μαζί στρώνουν το δρόμο στις νίκες. Θέλω να θυμάμαι ποια είμαι και να μην ξεχάσω ποια μπορώ να γίνω.
Μέχρι το τέλος της καριέρας μου θέλω να είμαι στις καλύτερες του κόσμου. Ούτως ή άλλως αθλητικά γερνάς ενώ αντικειμενικά είσαι νέος άνθρωπος. Στα 33 περίπου ας πούμε, ένας αθλητής είναι στη δύση του… ενώ πρακτικά είναι στην αρχή της ζωής του. Νομίζουν οι πολλοί άνθρωποι πως το σώμα δε σε βαστάει πια… είναι κι η ψυχή που κουράζεται. Το στρες είναι ασύλληπτο. Οι εναλλαγές τρελές, βουτηγμένες στην αδρεναλίνη. Υπάρχουν αθλητές που είναι επιτυχημένοι. Αντικειμενικά είναι πολύ ψηλά, αλλά δεν είναι ευτυχισμένοι. Το βλέπεις όταν τους έχεις απέναντι σου, δίπλα σου. Εγώ ξαπλώνω κάθε μέρα και λέω πως κατάφερα το καλύτερο που μπορούσα, ξέρω πως έχω δώσει το είναι μου. Την άλλη μέρα ανυπομονώ να τα δώσω πάλι όλα κι όπου με βγάλει. Το σώμα μου κουράζεται αλλά η επιθυμία μου όχι. Το τένις για μένα σημαίνει πολλά. Είναι σαν ένα φίλτρο μέσα από το οποίο γεύομαι τη ζωή. Με έχει μάθει για τη ζωή πολλά και πολύτιμα. Έχω μάθει τις απεριόριστες δυνατότητες του μυαλού, έχω δει το σώμα μου να μεταμορφώνεται να κάνει θαύματα, αλλά και να με αφήνει αν δεν το σεβαστώ. Έχω μάθει να εκτιμώ τον χρόνο. Να είμαι πειθαρχημένη αλλά να κάνω όνειρα παράλληλα με πολλή τρέλα. Έχω μάθει να διαχειρίζομαι καταστάσεις κι ανθρώπους. Να εκτιμώ τι θα πει διαφορετικό. Να είμαι πιστή στις αξίες μου. Ακόμη και στις στερήσεις που πρέπει να συμμορφώνομαι, το τένις ήταν ο λόγος που πολλά έγιναν άξια να τα περάσω.
Από απλές στερήσεις να βγεις και να πιεις και να ξενυχτίσεις, όπως τα παιδιά στην ηλικία μου μέχρι το να στερούμαι την οικογένειά μου. Είμαστε μια δεμένη οικογένεια εμείς. Ο μπαμπάς μου είναι βράχος και μας στηρίζει όλους. Έχει στηρίξει τη μαμά μου όταν ήταν εκείνη στα γήπεδα. Στηρίζει εμένα όσο κανείς. Τα αδέρφια μου. Είμαστε αγαπημένοι κι όταν είναι Χριστούγεννα κι είμαι εγώ αλλού κι εκείνοι αλλού αυτό μου κοστίζει, αλλά μαζί με δυναμώνει, γιατί ξέρω πως έχω χρόνια μπροστά μου για να είμαστε μαζί.
Άλλωστε κι αυτοί χαίρονται όταν είμαι συγκεντρωμένη στον στόχο μου».
Η Μαρία παίζει σε ένα ατομικό άθλημα, που αγαπά και γι’ αυτό το λόγο, όντας dream team με την οικογένειά της, θεωρεί πως μέρος της συναισθηματικής της εξέλιξης κι ωρίμανσης είναι μέσα από την δομική υπόσταση του τένις στο είναι του αθλητή. Στο ευρύτερο αυτό πεδίο των συναισθημάτων είναι συνειδητοποιημένη και περί έρωτος: «…Είναι δύσκολο, όχι αδύνατο, μα δύσκολο σαφώς. Τεχνικά μιλώντας. Η ζωή μου είναι γεμάτη απαιτήσεις. Ασχολούμαι με το τένις και τα περιφερειακά του 12 ώρες τη μέρα, ποιος θα δεχτεί αυτή τη ρουτίνα ειδικά αν δεν έχει αυτό το στόχο ή αυτή την οπτική ζωής; Και αυτό είναι και το λογικό. Είμαστε κανονικοί άνθρωποι κι εμείς, από την άλλη θέλουμε και τη συντροφικότητα αλλά η δουλειά είναι σκληρή και η θέλησή μας πρέπει να είναι απερίσπαστη».
Αναφέρει ηχηρά ονόματα στη συζήτηση, μπρανταρισμένους υπεραθλητές ολκής με πολύ ανθρώπινο τρόπο… «κανονικοί άνθρωποι είναι…» επαναλαμβάνει και συμπληρώνει «η τηλεόραση και τα μίντια έχουν να προβάλουν το πακέτο συνολικά, μαζί με τους χορηγούς, το παιχνίδι όλη τη βιομηχανία. Που είναι θεμιτό φυσικά όμως έχουν όλες τις ανθρώπινες πτυχές κι αυτοί όπως όλοι μας. Κάποιοι έχουν την ευφυΐα να ξέρουν ακριβώς πως να πλασάρουν τον εαυτό τους, ως περσόνα πια, ως brand, όμως βλέπεις ποιοι έχουν μέτρο και ταλέντο σε αυτό και ποιοι όχι. Είμαστε επαγγελματίες αθλητές όχι επαγγελματίες διάσημοι».
Η Μαρία έχει κάνει master πρώτα το inner game, το εσωτερικό παιχνίδι που παράγει τις συμπεριφορές, που είναι το ιδιοσυγκρασιακό κομμάτι της. Είναι μια από τις πρέσβεις της χώρας, είναι μια αντιπροσώπευση με τα ελληνικά χρώματα σε παγκόσμιες διοργανώσεις, ένας ευαγγελιστής των ελληνικών ιδεωδών, που γέννησαν τον αθλητισμό και η Μαρία χαίρει άκρας εκτίμησης ως άνθρωπος στις παγκόσμιες διοργανώσεις αλλά έχει κι ιστορίες που υφαίνουν αυτόν ακριβώς τον πολυσύνθετο ιστό από κουλτούρες και χαρακτήρες που συναντά κάποιος όταν εκτός από όνομα και το έργο του αντιπροσωπεύει και μια εθνικότητα:
«Θυμάμαι στην Αυστραλία πριν δυο χρόνια μας μετέφεραν για τον αγώνα, φυσικά και ζήτησαν να φορέσουμε ζώνες και μια συναθλήτρια είπε: “δεν έχουν ζώνες στην Ελλάδα…” της απάντησα πολύ γλυκά πως εμείς έχουμε ζώνες εκείνοι δεν έχουν την ομορφιά της Ελλάδας. Συμβαίνουν κι αυτά, είπαμε το τένις τεχνικά είναι ατομικό σπορ, διανοητικά και ψυχικά είναι ομαδικό!».