Γιώργος Φούντας: Για πάντα παλικάρι

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή 28/10/2010 ο Γιώργος Φούντας…

Αυτή είναι η τελευταία συνέντευξη που έδωσε πριν το θάνατό του στην Εύα Πέτροβα και στο περιοδικό Cigar/Mens Arena.

Θα κατακτούσε το Χόλιγουντ αν δεχόταν την πρόσκληση του Αμερικανού σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ. Αρνήθηκε όμως να αποδεχτεί τους σκληρούς όρους του «μεγάλου» συμβολαίου γιατί το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κατακτήσει τις καρδιές του κόσμου. Και το κατάφερε. Ο Γιώργος Φούντας είναι το αιώνιο, το πιο αυθεντικό παλικάρι μας.

Δεν είναι μόνο ο «ηθικός», ο «λεβέντης», ο «σκληρός» που έχουμε γνωρίσει από τις πενήντα ταινίες που γύρισε τη χρυσή εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου. Είναι ο πιο αυθεντικός Έλληνας που έφτασε στις Κάννες, ο ηθοποιός που έπαιζε με την ψυχή του, ο σταρ που δεν εγκλωβίστηκε σε κανένα σύστημα. Ο Γιώργος Φούντας είχε κάνει μια κατάθεση καρδιάς για την καριέρα του και τη ζωή του. Πάμε να θυμηθούμε τον μεγάλο σταρ με αφορμή την ημέρα που έφυγε από τη ζωή πριν 12 ολόκληρα χρόνια.

Γιατί γίνατε ηθοποιός;

Το ερέθισμα μού δόθηκε σίγουρα από την τότε πολιτική κατάσταση Ππου βίωνε η χώρα μας, με τον εμφύλιο πόλεμο. Δύο φιλαράκια μου σκοτώθηκαν, ο ένας δεξιός έπεσε νεκρός μπροστά στο Δημοτικό θέατρο Αθηνών, και ο άλλος αριστερός στην πλατεία Κοτζιά. Η ψυχή μου αντιδρούσε , έψαχνε διέξοδο να εκφραστεί. Το θέατρο είναι μορφή έκφρασης και αυτή η σπαρακτική μου φωνή με το «γιατί», ήταν η έκφραση της σύγχρονης τραγωδίας του ανθρώπου που μεγαλουργεί πάντα σε μέρες δύσκολες, όπου τα «γιατί» είναι πάντα σπαρακτικό…

Τι ακολούθησε μετέπειτα;

Ύστερα από πολύ σκέψη πιστευψα πως αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που μου ταιριάζε. Δεν ήταν εύκολος όμως. Δούλευα στο γαλατάδικο του πατέρα μου στου Ψυρρή, πούλαγα παγωτά και σιγοψιθύριζα ρόλους… Τελειώνω το νυχτερινό γυμνάσιο και μετέπειτα φοιτω στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με δασκάλους τους Αιμίλιο Βεάκη, τον Δημήτρη Ροντήρη και τον Κώστα Μουσούρη. Το 1851 συμμετέχω με τον θίασο των νέων καλλιτεχνών που είχε δημιουργήσει ο Βεάκης, στο πρώτο μου έργο «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περικλή, που ανέβηκε στο Περοκέ.

Την καριέρα μου την κατέκτησα, δεν με κατέκτησε! Ήθελα να νιώθω ελεύθερος, να ζω τη ζωή μου στον τόπο μου. Και όχι δεν μετανιώνω. Αυτό αγάπησε ο κόσμος σε μένα, αυτό που ήμουν!

Πότε γίνατε «πρωταγωνιστής» στα μάτια του κόσμου;

Η πρώτη μου προσωπική επιτυχία ήταν η «Νεκρή Πολιτεία» της Φίνος Φιλμ, με την Ειρήνη Παπά. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, με ζήτησαν πολλοί σκηνοθέτες όπως ο Τατασόπουλος για τη «Μαύρη Γη», ο Τσιφόρος για τον «Άνεμο του Μίσους», ο Κούνδουρος για τη «Μαγική Πόλη».

Η μεγάλη σας αγάπη ήταν πάντα «η μεγάλη οθόνη»;

Το θέατρο ήταν το μεγάλο σχολείο…το αγάπησα και το αγαπάω ακόμη. Τι να πρωτοθυμηθώ; Πολλές και σπουδαίες παραστάσεις με σημαντικούς ανθρώπους. Ο κινηματογράφος όμως με κατέκτησε! Η μεγάλη οθόνη μας χάρισε απίστευτες χαρές…

1954 και η «Μαγική Πόλη» του Ν. Κούνδουρου σας ταξιδεύει στο φεστιβάλ της Βενετίας…θα μπορούσε να είναι και η αρχή μιας διεθνούς καριέρας.

Πράγματι, η επιτυχία ήταν μεγάλη και οι προτάσεις για ξένες ταινίες ήταν πολλές. Δεν ήθελα όμως να φύγω από τον τόπο μου και έτσι δέχθηκα την πρόταση του «διεθνούς» Έλληνα σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, για τη «Στέλλα».

Και η επιτυχία ήταν ακόμη πιο μεγάλη! Όλος ο μιλάει για τη «Στέλλα» και η σκηνή στο φινάλε της ταινίας σάς καθιερώνει στη συνείδηση όλων… Ο «σκληρός», το «φτωχόπαιδο», «ένα από τα παιδιά του Πειραιά» που δεν ανεχόταν ποτέ και από κανέναν καμία προσβολή. Γιατί η «Στέλλα» άρεσε τόσο;

Ο «Μίλτος», ρόλος που αγάπησα πολύ και τον ένιωσα ακόμη περισσότερο μίλησε στην καρδιά του Έλληνα…Ήταν «καθαρός», το «παλικάρι», είχε στοιχεία καθαρά ελληνικά. Οι ξένοι είδαν τον Έλληνα στον Μίλτο ίσως στην πιο ακραία μορφή του. Γι’ αυτό στις Κάννες όλοι μιλούσαν για τη «Στέλλα». Η Μελίνα ήταν εκπληκτική με την ερμηνεία της, δημιούργησε σάλο. Το συρτάκι γίνεται Ευρωπαϊκή μόδα. Η Στέλλα άρεσε όντως πολύ…

Είστε ένας πολύ γλυκός και ευαίσθητος άνθρωπος, ωστόσο ο κόσμος σας ταύτισε με το Μίλτο της «Στέλλας», με το «σκληρό», το «μάγκα»…Σας κούρασε ποτέ αυτή η ταύτιση;

Ναι, συμβαίνει αυτό. Συχνά ο κόσμος ταυτίζει τον ήρωα του έργου με τον άνθρωπο. Υπάρχουν κοινά σημεία, υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι θα μπορούσα να είμαι και έτσι, -άλλωστε αυτό έπιασε και ο Κακογιάννης-, αλλά όχι θεωρώ ότι δεν υπήρξα ποτέ σκληρός άνθρωπος…

Είναι φυσικό μετά από μία τέτοια επιτυχία το επόμενο βήμα να είναι το Χόλιγουντ…μετανιώσατε ποτέ που είπατε «όχι» στην πρόταση του χολιγουντιανού σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ;

Στην πρόταση που μου έκανε, είπα «ναι» στην αρχή, πρώτού όμως διαβάσω τους αυστηρούς όρους του συμβολαίου που αφορούσαν την προσωπική μου ελευθερία, τη ζωή μου. Δε θα γινόμουν ποτέ δέσμιος του ίδιου μου του φυσικού χαρίσματος, του ταλέντου μου. Την καριέρα μου την κατέκτησα, δεν με κατέκτησε! Ήθελα να νιώθω ελεύθερος, να ζω τη ζωή μου στον τόπο μου. Και όχι δεν μετανιώνω. Αυτό αγάπησε ο κόσμος σε μένα, αυτό που ήμουν!

Ωστόσο γυρίσατε και πολλά πετυχημένα σίριαλ στην τηλεόραση.

Nαι πράγματι ο «Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη το 75, η «Γαλήνη» του Βενέζη το 76, η «έξοδος κινδύνου» το 80, «στον αργαλειό του φεγγαριού» το 86 και το «γόβα στιλέτο» με την Έλενα Ακρίτα ο 93. Σπουδαίες δουλειές, αξέχαστες… Ειδικά το «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» γνώρισε τρομερή επιτυχία, σταματούσε ολόκληρο το σύμπαν την ώρα που προβαλλόταν! Ο κόσμος το αγάπησε πολύ…

1963 και ξανά βρίσκεστε στις Κάννες αυτή τη φορά με τα «κόκκινα φανάρια» και λέτε και το τρίτο «όχι» στους ξένους παραγωγούς και σκηνοθέτες…

Τα «όχι» ήταν πολλά, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα… Τα «ναι» όμως έχουν σημασία κι εγώ είπα «ΝΑΙ» στη ζωή…

Κάνατε 50 ταινίες! Πολλές διακεκριμένες σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ! Αμέτρητα βραβεία και πολύ καλές κριτικές… Ποιες αγαπήσατε περισσότερο;

Όλες, απλά ο κόσμος ξεχώρισε κάποιες. Αυτό γίνεται πάντα τι να πρωτοθυμηθώ! Το «κορίτσι με τα μαύρα» με τη Λαμπέτη και τον Χορν, «η λίμνη των πόθων» με την Καρέζη και το «ποτέ την Κυριακή» που ήταν και η πρώτη ταινία που βραβεύτηκε στην Αμερική. «Το κάθαρμα»,  «ο Αλέξης Ζορμπάς», ο «Ψαρόγιαννος»,  αγαπημένη ταινία που απέσπασε και βραβείο κριτικών, «πυρετός στην άσφαλτο» με την Τζένη Ρουσσέα, «με τη λάμψη στα μάτια», «η κατάρα της μάνας» και φυσικά η «Στέλλα».

Η αλήθεια είναι πως όλοι έχουμε την αίσθηση ότι τέτοιες ταινίες στις μέρες μας δεν ξαναγίνονται, τουλάχιστον όσον αφορά την απήχηση που είχαν στον κόσμο. Ήταν σαν να είχαν όλα τα μεγάλα ονόματα που προαναφέρατε κάποιο μυστικό ραντεβού τη δεκαετία του 60, που δεν μπορεί να επαναληφθεί. Επιτυχημένες και αξιόλογες δουλειές γίνονται και τώρα αλλά μεμονωμένα τι είναι αυτό που στερείται η εποχή μας;

Λείπει το κέφι, το μεράκι, η διάθεση, η καρδιά… Λείπει και το καλό σενάριο. Ωστόσο καλές δουλειές γίνονται πράγματι τη δεκαετία 1950- 1960. Ο κινηματογράφος έζησε τα καλύτερά του χρόνια. Γερά ονόματα, καλές δουλειές, προσεγμένες, παρόλο που δεν υπήρχαν τα μέσα και άπλετη αγάπη από τον κόσμο. Μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχε η τηλεόραση… Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το ότι είχαμε βιώσει μια κατοχή και έναν εμφύλιο. Η κοινωνία διψούσε για τέχνη και για ελευθερία στην έκφραση και το λόγο.

Τι κάνει σήμερα ο Γιώργος Φούντας;

Ζει ήρεμα στο σπίτι του στη Γλυφάδα, πηγαίνει θέατρο πολύ συχνά, διαβάζει, βλέπει καλούς φίλους…

Ποια ήταν η τελευταία παράσταση που είδατε και σας άρεσε;

Ζητείται τενόρος με τον Γιάννη Βούρο. Έχω δει πολλές και καλές θεατρικές παραστάσεις. Παρακολουθώ το Εθνικό θέατρο, μου αρέσει να βρίσκομαι κοντά στους νέους ηθοποιούς! Πιστεύω πως είναι κάτι που το οφείλουμε και οι παλαιότεροι και υπάρχουν αξιόλογοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Γίνονται καλές δουλειές στο ελληνικό θέατρο…

Ευαίσθητος, ευγενικός, ιδιαίτερα συναισθηματικός, ο Γιώργος Φούντας μας άνοιξε το σπίτι του και την καρδιά του, ταξιδέψαμε μαζί πίσω στο χρόνο, θυμηθήκαμε μάθαμε και πάνω από όλα απολαύσαμε έναν άνθρωπο που πραγματικά «ποίησε… ήθος»

Αυτός ήταν λοιπόν ο Γιώργος Φούντας!

0 replies on “Γιώργος Φούντας: Για πάντα παλικάρι”