Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ: Όταν ακόμη και προπονητές που έχουν ρίξει κατηγορία δύο ομάδες σε τρία χρόνια, βρίσκουν τελικά δουλειά, ποιος παραμένει άνεργος σ’ αυτήν τη χώρα;
Γνωρίζω- όλοι γνωρίζουμε- αρκετούς ανθρώπους που δεν είναι ικανοποιημένοι από τη δουλειά τους. Και ακόμη περισσότερους που βγάζουν λιγότερα απ’ όσα θα ήθελαν, θα χρειάζονταν ή –συχνά- θεωρούν οι ίδιοι πως θα δικαιούνταν. Δε γνωρίζω παρ’ όλ’ αυτά προσωπικά κανέναν που να είναι στ’ αλήθεια άνεργος –μολονότι τα επίσημα στοιχεία υποστηρίζουν πως περίπου ένας στους δέκα οικονομικά ενεργούς συμπατριώτες μας, ανήκει στην εν λόγω κατηγορία. Από μόνο του, βέβαια, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα κάτι. Ούτε και κανέναν Εσκιμώο γνωρίζω προσωπικά αλλά αυτό δε με κάνει στα σοβαρά να αμφισβητώ την ύπαρξη τους.
Παρόλα αυτά …10% (ή 9 ή 11, το ίδιο κάνει) είναι μεγάλο ποσοστό. Θα έπρεπε λίγο πολύ να σκοντάφτουμε επάνω τους. Να γνωρίζει ο καθένας από εμάς τουλάχιστον 50-100 ανθρώπους που να επιβιώνουν με το επίδομα της ανεργίας (αν θεωρήσουμε δεδομένο πως ένας μέσης κοινωνικότητας ενήλικος γνωρίζει τουλάχιστον 500-1000 άτομα). Θα έπρεπε επίσης, υποθέτω να μην είναι γεμάτες οι βιτρίνες των ταχυφαγείων και των εμπορικών καταστημάτων της Ν. Σμύρνης ή της Ηλιούπολης με «ζητούνται» και να μην έχουν τόσο εύκολα ενταχθεί στην ελληνική αγορά εργασίας περί το 1,5 εκατομμύριο αλλοδαποί την τελευταία δεκαπενταετία. Θα έπρεπε οι σερβιτόροι και οι ταμίες των νησιωτικών καφέ, εκείνοι που νοικιάζουν ομπρέλες στις παραλίες μα και οι ελαιοχρωματιστές, οι υδραυλικοί και οι βοηθοί τους να μην μιλάνε (σε τόσο μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον) τα ελληνικά με χαρακτηριστικά βαριά προφορά. Εδώ που τα λέμε, το να σου διαφύγουν περί το 1,50εκατομύριο θέσεις εργασίας –που, εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται πως υπάρχουν- όταν στ’ αλήθεια θέλεις και χρειάζεται να εργαστείς, μάλλον ξεπερνά τα όρια της απλής αφηρημάδας…
Θα μπορούσε φυσικά κάποιος βάσιμα να υποστηρίξει πως η ανεργία θερίζει π.χ. τους βιβλιοθηκονόμους, τις εργάτριες των κλωστοϋφαντουργείων ή τους περιβαλλοντολόγους. Έχω όμως την εντύπωση πως το να περιμένει –ή πολύ περισσότερο να απαιτεί- ένας νέος που σπούδασε π.χ. βιβλιοθηκονόμος να εργαστεί ως τέτοιος, αγνοώντας κάθε άλλη επιλογή ή δυνατότητα ανοίγεται εμπρός του, μοιάζει σα να ρίχνει κανείς επίμονα και στα τυφλά την πετονιά του σε ένα και μοναδικό σημείο στη θάλασσα αγνοώντας ολόκληρο το υπόλοιπο πέλαγος – όταν μάλιστα τα μισά business plans σκαλώνουν στο ότι δεν υπάρχουν αρκετοί (ή αρκετά ικανοί) πωλητές που θα πρέπει να σπρώξουν το Χ προϊόν ή την Ψ υπηρεσία στην αγορά, μοιάζει το εν λόγω πέλαγος να είναι γεμάτο δυνατότητες.
«Τί μας λες, δηλαδή;» ακούω με την φαντασία μου κάποιους κιόλας να φωνάζουν οργισμένα. Είναι δουλειά με προοπτικές, «αληθινή δουλειά», για μια 19χρονη να σερβίρει καφέδες, για έναν τριαντάρη να πουλά συνδρομές (αμειβόμενος «με το κεφάλι») ή για έναν πενηντάρη να κάνει την απογευματινή βάρδια στο περίπτερο της γειτονιάς; Από την στιγμή που ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις –και ανεξάρτητα από το αν συνδυάζονται με τις νόμιμες κρατήσεις κλπ- υπάρχ3ι προσφορά έργου και ανταμοιβή, έχω την εντύπωση πως η απάντηση είναι περίπου αυτονόητη…
Όσο για τις προοπτικές, τις δυσκολίες ή τα εμπόδια που οφείλει να υπερνικήσει καθένας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως «life is a bitch». Το θέμα όμως είναι πως αναμετράσαι μαζί της …πόση σκέψη στ’ αλήθεια επενδύεις, επιδιώκοντας να βρεις λύση σε μία ερώτηση που πάνω απ’ όλα εσένα αφορά -και είναι πιθανότατα πιο σημαντική από το αν θα περάσει ο άσος του 1,60 στην Πρέμιερσιπ. Πόση προσπάθεια είσαι διατεθειμένος να καταβάλεις προσκειμένου να πετύχεις. Αντί για όλα αυτά, βέβαια, μπορείς πάντοτε να βαριαναστενάζεις με νόημα και να ελπίζεις στο επόμενο κύμα διορισμών στο δημόσιο….
Φωτογραφία: Shutterstock / Luna Vandoorne