Γιατί μας δυσκολεύουν οι αλλαγές;

«Το φίδι που δεν αλλάζει το δέρμα του, αναγκάζεται να πεθάνει. Ομοίως, ο νους που δε μαθαίνει να αλλάζει νοοτροπία και απόψεις, παύει να είναι νους νοών.»

Friedrich Nietzsche

Από τη Μαριάννα Αντωνακάκη,
Υπ. Ερευνητικής Ψυχολογίας, Παιγνιοθεραπεύτρια, Δημιουργός του NowLetsPlay™®
MindsetMaps Affiliated Partner.

Παρά το γεγονός ότι η αλλαγή είναι ένα εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, συχνά προκαλεί αισθήματα δυσφορίας και αντίστασης επειδή ακριβώς η ίδια η νευροβιολογία μας ευνοεί αυτό που συνάμα εμποδίζει. Μια σειρά από ψυχικές, συναισθηματικές, νευροβιολογικές και κοινωνικές παράμετροι είναι συμμέτοχοι για την κατανόηση αλλά και  Η διερεύνηση των ψυχολογικών, νευροβιολογικών και κοινωνικών διαστάσεων είναι απαραίτητη για την κατανόηση των λόγων για τους οποίους η αλλαγή είναι δύσκολη.

Η αλλαγή προκαλεί άγχος και αβεβαιότητα διαταράσσοντας τις ρουτίνες και τα γνώριμα μοτίβα από ψυχολογική άποψη. Αυτός είναι κι ο κύριος λόγος που οι αλλαγές ακόμη κι αν κατακτηθούν είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθούν. Το Transtheoretical Model, των Prochaska και DiClemente (1983) που μελετά και υποστηρίζει την οργανική αλλαγή στη συμπεριφορά, τεκμηριώνει ότι τα άτομα προχωρούν μέσα από πέντε στάδια στην κατάκτηση της αλλαγής: προ-σκέψη, σκέψη, προετοιμασία, δράση και συντήρηση / διατήρηση. Κάθε στάδιο συνοδεύεται από διαφορετικές γνωστικές και συναισθηματικές προκλήσεις και σαφώς κάθε ένα στάδιο δυσκολεύει με διαφορετικό τρόπο κάθε άνθρωπο. Ωστόσο το μοντέλο αυτό τονίζει την αμφιθυμία που βιώνουν τα άτομα σε απάντηση στην αλλαγή, καθώς τα πιθανά πλεονεκτήματα της νέας κατάστασης συχνά υπερκαλύπτονται από τον φόβο του αγνώστου (Prochaska & DiClemente, 1983).

… αφού όλα είναι στο μυαλό.

Ο εγκέφαλος είναι σχεδιασμένος να δίνει προτεραιότητα στην προβλεψιμότητα και τη συνέπεια από νευροβιολογική άποψη. Αυτό εξυπηρετεί την ομοιόσταση, την ανάγκη του οργανισμού να μην κουράσει με κανέναν τρόπο το σύστημα και να διατηρήσει την ισορροπία και την σταθερότητα. Τα βασικά γάγγλια, μια περιοχή του εγκεφάλου που εμπλέκεται στον σχηματισμό συνηθειών, ενθαρρύνουν επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που εξοικονομούν γνωστικούς πόρους (Graybiel, 2008), κοινώς «που να τρέχουμε τώρα;»  Ο προμετωπιαίος φλοιός, που είναι υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων και την προσαρμογή σε νέες καταστάσεις, αναγκάζεται να καταβάλει περισσότερη προσπάθεια όταν αντιμετωπίζει αλλαγές. Αυξημένο γνωστικό φορτίο, όταν δηλαδή πρέπει να συγκεντρωθούμε, να οργανωθούμε, να λύσουμε προβλήματα και να τα συντονίσουμε όλα, μπορεί να οδηγήσει σε στρες και αντίσταση (O’Reilly, 2010). Επιπλέον, η αμυγδαλή, που είναι υπεύθυνη για την επεξεργασία του φόβου και των συναισθηματικών αντιδράσεων, μπορεί να γίνει υπερδραστήρια σε απάντηση προς στην αλλαγή, επιδεινώνοντας τα αισθήματα άγχους (LeDoux, 2000). Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

The social club

Όλοι μαζί για την αλλαγή; Η αλλαγή μπορεί να διαταράξει εδραιωμένα κοινωνικά δίκτυα και λειτουργίες σε κοινωνικό πλαίσιο. Οι κοινωνικές συνδέσεις μας, παρέες, φίλοι και γνωστοί προσφέρουν μια αίσθηση ασφάλειας και ταυτότητας, καθώς οι άνθρωποι είναι εγγενώς κοινωνικά όντα (Baumeister & Leary, 1995). Αυτοί οι κοινωνικοί δεσμοί μπορεί να εξασθενήσουν από αλλαγές, όπως η μετακόμιση σε μια νέα πόλη ή η αλλαγή εργασίας, νέα χόμπυ και συνήθειες, προκαλώντας αισθήματα απομόνωσης και απώλειας. Επιπλέον, οι κοινωνικοί κανόνες και οι προσδοκίες μπορούν να ενισχύσουν την αντίσταση στην αλλαγή. Για παράδειγμα, η πίεση συμμόρφωσης μπορεί να αποθαρρύνει τα άτομα από την υιοθέτηση αλλαγών εάν αυτές αντιβαίνουν στη συλλογική συμπεριφορά (Asch, 1956), αφού μόνος τους κανείς δεν κάνει ούτε στον παράδεισο.

1+1 = άπειρο

Καθώς οι παράμετροι αυτές συνδυάζονται, γίνεται εμφανές ότι η αντίσταση στην αλλαγή είναι πολυδιάστατη. Οι συναισθηματικές αναταράξεις και η αβεβαιότητα της αλλαγής είναι σημαντικά εμπόδια από ψυχολογική άποψη. Τις πιο πολλές φορές προτιμάται ένα γνωστό πρόβλημα από την αβεβαιότητα μιας άγνωστης λύσης. Η τάση του εγκεφάλου προς τη ρουτίνα και η αυξημένη δραστηριότητα της αμυγδαλής κατά τη διάρκεια περιόδων αλλαγής παρουσιάζουν σημαντικές προκλήσεις από νευροβιολογική άποψη. 

Αν κατανοήσουμε τη φύση του προβλήματος είμαστε κάποιος πιο κοντά στη λύση.

Η ίδια η συνειδητοποίηση της διπλής όψης της αλλαγής μπορούν να βελτιώσε την κινητοποίηση και να μετριάσει την αμφιθυμία (Miller & Rollnick, 2002). Από νευροβιολογική άποψη, οι πρακτικές mindfulness, μπορούν να μετριάσουν τη δραστηριότητα της αμυγδαλής και να ενισχύσουν την προσαρμοστικότητα (Hölzel et al., 2011). Κοινωνικά, η καλλιέργεια υποστηρικτικών περιβαλλόντων μπορεί να μειώσει τον αντιληπτό κίνδυνο της αλλαγής και να διευκολύνει τη διατήρηση των κοινωνικών συνδέσεων κατά τις μεταβάσεις, άλλωστε τα καινούργια είναι πάντα πιο ωραία με παρέα.

Η Επίδραση της Ανθεκτικότητας, της Κινητοποίησης και του Πάθους

Εφόδια επίκτητα, έμφυτα αλλά και κάποια που καλλιεργούμε κατά τη διάρκεια της πορείας προς την αλλαγή καθώς και η ανάπτυξη κρίσιμων προσωπικών δεξιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ανθεκτικότητας, της κινητοποίησης και του πάθους, είναι απαραίτητα για την επιτυχή διαχείριση της αλλαγής αλλά κυρίως για την εδραίωσή της. 

Πρώτα από όλα η υποστήριξη της αλλαγής απαιτεί ψυχολογικούς πόρους και εφόδια. Οι γνωστικο-συμπεριφορικές στρατηγικές, όπως ο καθορισμός στόχων, η ευθυγράμμιση αυτών με την ευρεία έννοια του σκοπού, αλλά κυρίως η καλλιέργεια του κατάλληλου Mindset και στα 3 επίπεδά του όχι μόνο στηρίζει την αλλαγή αλλά την καθιερώνει. Η οργανική ισορροπία ανάμεσα στο Meta Mindset, που αποσαφηνίζει το πάθος, το όραμα, την αποστολή που στηρίζει την υλοποίηση του οράματος μαζί με τη φιλοδοξία και φυσικά τον καθορισμό του ρόλου, το Macro Mindset που είναι το πεδίο της νοοτροπίας μας που εξασφαλίζει την ανθεκτικότητα και το Micro Mindset που διαχειρίζεται τις συνεχείς και καθημερινές προτεραιότητες. Αυτό το συνολικά καλοσταθμησμένο καλλιεργεί μια πιο θετική στάση απέναντι στα εμπόδια και τη μεταμόρφωση, άλλωστε το Mindset, που είναι κομβικής σημασίας, ορίζεται ως η Ψυχολογία της επιτυχίας (Dweck, 2006). Συνάμα ο θετικός ανασταστοχασμός, βελτιώνει την ικανότητα του ατόμου να διαχειρίζεται την αλλαγή (Locke & Latham, 2002).

Αν θες να πας γρήγορα πας μόνος σου, αν θες να πας μακριά, πας με παρέα.

Τα συστήματα κοινωνικής υποστήριξης είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση της αλλαγής και ευτυχώς στην Ελλάδα, η κοινωνική σύνδεση είναι παρούσα. Η συναισθηματική διαβεβαίωση, η πρακτική βοήθεια, η έμπνευση, οι υγιείς επιρροές και η πολύτιμη ανατροφοδότηση μπορούν να παρέχονται από την υποστήριξη της οικογένειας, των φίλων και των συναδέλφων και ατόμων με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινές αξίες Η κοινωνική υποστήριξη έχει τη δυνατότητα να μετριάσει το στρες και να αυξήσει την πιθανότητα επιτυχούς προσαρμογής στην αλλαγή (Cohen & Wills, 1985). Επιπλέον, η καθοδήγηση και η εκπαίδευση μπορούν να προσφέρουν κατεύθυνση και να βελτιώσουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη διαχείριση της αλλαγής , καθώς κάποιος πάντα έχει κάνει πριν από μας (Kram, 1985).

Τι μπορεί να υποστηρίξει την αλλαγή;

Η δομή, η υποστήριξη, οι ομάδες, η Ψυχοθεραπεία, η χαρτογράφηση του Mindset  και το κατάλληλο Coaching, καθώς επίσης και η Αυτοηγεσία που είναι η επιτομή για τα χαρακτηριστικά που έχει ένας άνθρωπος όταν εκδηλώνει ηγετικές πτυχές στο Mindset του που είναι ο πυρήνας κάθε αλλαγής, (Kotter, 1996). Τα επιστημονικά προγράμματα εκπαίδευσης  που χαρτογραφούν, σταθμίζουν και μελετούν το Mindset ως τη μεταβλητή αλλά μόνη παράμετρο που επιδρά στη σταθερή κι άρα αμετακίνητη προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά της μπορούν να παρέχουν στα άτομα νέες δεξιότητες και γνώσεις, διευκολύνοντας έτσι τη μετάβαση (Noe, 2013).

Μητέρα όλων το Πάθος

Η διαδικασία της μεταμόρφωσης επηρεάζεται θεμελιωδώς από το πάθος. Το πάθος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, όπως περιγράφεται από τους Vallerand et al. (2003): το αρμονικό και το εμμονικό. Τα θετικά αποτελέσματα, όπως η αυξημένη ευημερία και η συνεχής προσπάθεια απέναντι στις προκλήσεις, συνδέονται με το αρμονικό πάθος, το οποίο περιλαμβάνει την ενασχόληση με συμπεριφορές ελεύθερα, αφού είναι το καύσιμο που κινητοποεί και συνδέει τα άτομα με τον πυρήνα τους, το σκοπό τους και την πιο βαθιά έννοια της ίδιας της ύπαρξης. Η εστιασμένη πειθαρχία και η δημιουργικότητα μπορούν να καλλιεργηθούν από αυτό το είδος πάθους, το οποίο μπορεί να βοηθήσει τα άτομα να προσαρμοστούν αποτελεσματικά στην αλλαγή, αλλά κυρίως να τα υποστηρίζει στις δυσκολίες και στα εμπόδια (Vallerand et al., 2003).

Ο Ρόλος της Κινητοποίησης

Για να ξεκινήσει και να διατηρηθεί η αλλαγή, η κινητοποίηση είναι απαραίτητη. Αν η πρώτη «γκαζιά» είναι δώρο του πάθους, τότε οι επόμενες έρχονται από τα κίνητρα και την κινητοποίηση Η εγγενής κινητοποίηση, που προέρχεται από γνήσιο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση για τις συμπεριφορές που στηρίζουν την αλλαγή, τονίζεται στη θεωρία της αυτοπροσδιοριζόμενης κινητοποίησης (Deci & Ryan, 2000). Η εγγενής κινητοποίηση συνδέεται με μεγαλύτερη εμπλοκή, επιμονή και με την ικανοποίηση κατά τις περιόδους επιτυχίας αλλά κι αντοχής σε περιόδους αντιξοοτήτων, (Deci & Ryan, 2000). Η εξωγενής κινητοποίηση, που καθοδηγείται από εξωτερικές ανταμοιβές ή πιέσεις, μπορεί επίσης να είναι αποτελεσματική, ιδιαίτερα όταν είναι σύμφωνη με εγγενείς στόχους, αφού ότι δεν προχωρά με το καρότο, προχωρά με το μαστίγιο, (Ryan & Deci, 2000).

Ανθεκτικότητα, ένα συμπεριφορικό αμορτισέρ.

Είναι επιτακτική ανάγκη να διαθέτει κανείς ανθεκτικότητα, η οποία είναι η ικανότητα ανάκαμψης από αντιξοότητες, για να διαχειριζόμαστε  αποτελεσματικά την αλλαγή. Οι ανθεκτικοί άνθρωποι τείνουν, να επανέρχονται γρήγορα, να διατηρούν μια θετική προοπτική, να επιδεικνύουν ευελιξία και να χρησιμοποιούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης (Masten, 2001). Η καλλιέργεια ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος, η προώθηση της σωματικής ευημερίας και η ενθάρρυνση της προσαρμοστικής σκέψης αποτελούν συστατικά  οικοδόμησης ανθεκτικότητας (Reivich & Shatté, 2002). Η ανθεκτικότητα μπορεί επίσης να βελτιωθεί μέσω της εφαρμογής τεχνικών διαχείρισης του στρες και καθημερινής επαναφόρτισης με ότι μας θρέφει ψυχικά και μας γειώνει (Davidson et al., 2003).

Ο Τρόπος με τον Οποίο τα Παιδιά Βιώνουν την Αλλαγή

Η αλλαγή αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης ανάπτυξης και τα παιδιά, ιδιαιτέρως, την αντιμετωπίζουν με διάφορους τρόπους καθώς ωριμάζουν. Αρχικά τα παιδιά είναι η ίδια η αλλαγή και ενώ έχουν ανάγκη από ρουτίνες για την διασφάλιση μιας αίσθησης ασφάλειας, είναι εξαιρετικά δεκτικά στην αλλαγή, μιας και η παιδική ηλικία είναι η μόνη περίοδος στη ζωή του ατόμου που αλλάζουν τόσα πολλά, τόσο πολύ και τόσο συχνά. Ωστόσο είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά βιώνουν την αλλαγή για να υποστηρίξουμε την συναισθηματική και ψυχολογική τους ευημερία. 

Από ψυχολογική άποψη, η γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών επηρεάζει ποικιλοτρόπως τις αντιδράσεις τους στην αλλαγή. Η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης του Piaget (1952) υποστηρίζει ότι τα παιδιά προχωρούν μέσα από φάσεις που επηρεάζουν την κατανόηση και την επεξεργασία της αλλαγής. Για παράδειγμα, τα παιδιά σε ηλικίες 2–7 ετών μπορεί να αντιμετωπίσουν άγχος και σύγχυση καθώς προσπαθούν να κατανοήσουν την μονιμότητα ορισμένων αλλαγών (Piaget, 1952). Τα μεγαλύτερα παιδιά στη φάση της συγκεκριμένης λειτουργικής σκέψης (ηλικίες 7-11) αρχίζουν να σκέφτονται πιο λογικά για την αλλαγή, αλλά μπορεί να δυσκολεύονται ακόμα με αφηρημένες έννοιες.

Η αλλαγή μπορεί να προκαλέσει μια ευρεία γκάμα συναισθηματικών αντιδράσεων στα παιδιά. Σύμφωνα με τη θεωρία συναισθηματικού δεσμού του Bowlby (1969), οι ασφαλείς σχέσεις είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση της αλλαγής. Είναι το δίκτυ ασφαλείας για να μπορέσει να κάνει μικρές και μεγάλες αλλαγές κάθε παιδί, καλλιεργώντας παράλληλα αυτονομία και αυτοπεποίθηση.  Τα παιδιά με ασφαλείς συναισθηματικούς δεσμούς είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν καλύτερη συναισθηματική ρύθμιση και ανθεκτικότητα όταν αντιμετωπίζουν αλλαγές, όπως η μετάβαση σε ένα νέο σχολείο ή σπίτι, τον ερχομό ενός αδερφού ακόμη και μια δύσκολη έκβαση (Bowlby, 1969). Αντίθετα, τα παιδιά με ανασφαλείς δεσμούς, αμφιθυμικούς, αποφευκτικούς και κυρίως εντελώς διαρρηγμένους μπορεί να αντιμετωπίσουν αυξημένο άγχος και δυσκολία στην προσαρμογή σε νέες καταστάσεις.

Ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά βιώνουν την αλλαγή επηρεάζεται σημαντικά από κοινωνικούς παράγοντες. Η σημασία των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων στην γνωστική ανάπτυξη υπογραμμίζεται από τη θεωρία της κοινωνικοπολιτιστικής ανάπτυξης του Vygotsky (1978). Μέσα από τις αλληλεπιδράσεις με γονείς,φροντιστές, εκπαιδευτικούς και συνομηλίκους, τα παιδιά μαθαίνουν και προσαρμόζονται στην αλλαγή. Οι υποστηρικτικές σχέσεις και η σαφής επικοινωνία μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να κατανοήσουν και να διαχειριστούν την αλλαγή πιο αποτελεσματικά, ειδικά όταν υπάρχει κάποιος ομότιμος που γνωρίζει περισσότερα και μπορεί να εμπνεύσει τα παιδιά χωρίς να χάσουν την πίστη στον εαυτό τους, να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο (Vygotsky, 1978).

Επιπλέον, η συναισθηματική κατάσταση και η συμπεριφορά του παιδιού επηρεάζονται πολύ σημαντικά από τις αλλαγές στη δομή της οικογένειας. Σύμφωνα με έρευνες, το επίπεδο εσωτερικής σύγκρουσης, η ποιότητα των γονικών σχέσεων και τα συστήματα υποστήριξης που υπάρχουν επηρεάζουν την προσαρμογή των παιδιών στις οικογενειακές αλλαγές (Amato, 2000). Η τάση που σχετίζεται με αυτές τις αλλαγές μπορεί να μειωθεί με τη διατήρηση σταθερών ρουτινών και την παροχή διαβεβαίωσης από τους φροντιστές αλλά κυρίως μέσα από την αυθεντική παρουσία/

Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, η ικανότητά τους να προσαρμόζονται στην αλλαγή υφίσταται και μια αναπτυξιακή μεταμόρφωση. Τα στάδια της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erikson (1950) υπογραμμίζουν κρίσιμες περιόδους κατά τις οποίες τα παιδιά αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες προκλήσεις που επηρεάζουν την ταυτότητα και τις κοινωνικές τους σχέσεις. Για παράδειγμα, τα παιδιά αναπτύσσουν μια αίσθηση αυτοεκτίμησης και ικανότητας κατά τη φάση των «μηχανισμών έναντι κατωτερότητας» (ηλικίες 6-12). Η ανθεκτικότητα και η αυτοπεποίθηση μπορούν να καλλιεργηθούν μέσα από θετικές εμπειρίες με την αλλαγή κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, όπως η προσαρμογή σε ένα νέο σχολικό περιβάλλον (Erikson, 1950).

Και στα παιδιά το Mindset είναι ένας κομβικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Οι αντιδράσεις των παιδιών στην αλλαγή επηρεάζονται από τα ιδιοσυγκρασιακά τους χαρακτηριστικά, όπως η προσαρμοστικότητα και η διαχείριση δύσκολων καταστάσεων και συναισθημάτων, κάτι που αντιρροπεί μέσα από την ικανότητά τους να κατανοούν τον εαυτό τους και καλλιεργούν το κατάλληλο Mindset σύμφωνα με τους Thomas και Chess (1977). Τα παιδιά που είναι φυσικά πιο προσαρμοστικά μπορεί να βρουν πιο εύκολη την προσαρμογή σε νέες καταστάσεις, ενώ αυτά  που από τη φύση τους δυσκολεμένα με τις αλλαγές με την καλλιέργεια του κατάλληλου Mindset  αποκτούν εφόδια και στρατηγικές για τη διαχείριση της αλλαγής (Thomas & Chess, 1977).

More is more

Ένας ολοκληρωμένος τρόπος κατανόησης του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά βιώνουν την αλλαγή επιτυγχάνεται μέσω της ενσωμάτωσης αυτών των προοπτικών. Από ψυχολογική άποψη, τα στάδια γνωστικής και συναισθηματικής ανάπτυξης των παιδιών επηρεάζουν την αντίληψη και την αντίδραση στην αλλαγή. Η κοινωνική υποστήριξη και η ποιότητα των σχέσεων είναι σημαντικοί παράγοντες στην ικανότητά τους να προσαρμόζονται. Η ικανότητα προσαρμογής στην αλλαγή επηρεάζεται από κρίσιμες αναπτυξιακές φάσεις και τo ατομικό Mindset και εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου

5 κλειδιά για παιδιά με ανθεκτικότητα και κινητοποίηση προς την αλλαγή; 

Σαφής κι αυθεντική επικοινωνία: Χρησιμοποιήστε γλώσσα κατάλληλη για την ηλικία του παιδιού για να εξηγήσετε και να επεξεργαστείτε τις αλλαγές. Χρειάζεται συνέπεια και αυθεντικότητα κι από τους γονείς, αυτά που λέμε και συστήνουμε οφείλουμε πρώτα να τα κάνουμε εμείς. Η λεκτική επικοινωνία, είναι εκείνη που θα προδοθεί αν αυτή δεν υποστηρίζεται και από την εξωλεκτική. Συντονιζόμαστε κι αντανακλούμε με σεβασμό την συναισθηματική και ψυχική κατάσταση του παιδιού και αποδεχόμαστε το πως νιώθει ακόμη κι αν δεν αποδεχόμαστε μια συμπεριφορά ή αντίδρασή του.

Σταθερές ρουτίνες: Διατηρήστε ρουτίνες για να παρέχετε μια αίσθηση προβλεψιμότητας και σταθερότητας. Στα παιδιά κάποιες ρουτίνες είναι σημαντικές και για τη σύνδεσή τους με το γονέα και βοηθούν στην οικοδόμηση αυτοπεποίθησης για τις αλλαγές που καλούνται ή επιθυμούν να κατακτήσουν.

Συναισθηματική υποστήριξη: Προσφέρετε διαβεβαίωση και αναγνωρίστε τα συναισθήματα των παιδιών, βοηθώντας τα  αρχικά να κατανοήσουν, να ρυθμίσουν και μετά να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους.

Ενθάρρυνση έκφρασης: Δώστε στα παιδιά την ευκαιρία να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μέσω του παιχνιδιού. Το παιχνίδι είναι η πιο σοβαρή εργασία που μπορεί να κάνει ένα παιδί, είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούν, διαχειρίζονται και επικοινωνούν τον κόσμο τους, τη μέρα τους και τα συναισθήματά τους.

Ανάπτυξη ανθεκτικότητας: Καλλιεργήστε την ανθεκτικότητα ενθαρρύνοντας μια θετική προοπτική και δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και ευρηματικής σκέψης, η οποία ενθαρρύνεται με το παιχνίδι και τη σύνδεση. Γίνετε οι ίδιοι ένα ικανό πρότυπο ανθεκτικότητας μέσα από πρακτικές αυτοφροντίδας, οριοθέτησης, στοχοπροσήλωσης και κυρίως αυθεντικότητας,

0 replies on “Γιατί μας δυσκολεύουν οι αλλαγές;”