Δεν ήταν μόνο η retro ιστορία των παιδικών μας χρόνων αλλά ένα success story που λίγοι γνωρίζουν…
Το πολυκατάστημα των παιδικών μας χρόνων, οι σπάνιες τότε κυλιόμενες που σε οδηγούσαν μέχρι τον 7ο, στον μαγικό θρόνο του Άγιου Βασίλη, οι αναμνήσεις μιας ηλικίας που τα κάνει να φαίνονται όλα πιο μεγάλα, πιο χρωματιστά, η νοσταλγία των μακρινών 80s, όλα αύτα ήταν το Μινιόν και όχι μόνο…Το Μινιόν δεν ήταν μόνο η retro ιστορία των παιδικών μας χρόνων, αλλά ένα success story που λίγοι γνωρίζουν, ήταν το όνειρο ενός ανθρώπου, του Γιάννη Γεωργακά από την Αργολίδα.
«Δεκέμβριος 1980. Παρασκευή 19 του μηνός. Τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Το τηλέφωνό μου χτυπάει μέσα στη νύχτα. Η φωνή στο σύρμα, κραυγή: ‘Το Μινιόν έπιασε φωτιά, το Μινιόν καίγεται, τρέξτε. Του σκοτωμού σε λίγο οδηγούσε το αυτοκίνητο μας η Αμαλία η γυναίκα μου. Εγώ δίπλα της βουβός…Τα φανάρια τα περνούσε χωρίς να βλέπει πράσινο ή κόκκινο. Από την αρχή της Αλεξάνδρας ο ουρανός στο βάθος κόκκινος και καπνοί… Κάτω από αυτούς η ζωή μας! Το Μινιόν καιγότανε…».
Για το Men’s Arena από την Εύα Πέτροβα
Από την αυτοβιογραφία «Γεωργακάς, η ιστορία μιας ζωής, Μινιόν, η ιστορία ενός πολυκαταστήματος», των Εκδόσεων Εξάντας
Ο Ιωάννης Γεωργακάς γεννήθηκε στο Άργος και ήταν γιος του Μήτσου Γεωργακά, βιοπαλαιστή από την Αυλώνα Τριφυλίας, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Ο Μήτσος Γεωργακάς επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ άνοιξε μαζί με τον αδερφό του ένα κατάστημα στην πλατεία του χωριού, το οποίο όμως λεηλατήθηκε το 1923 από ομάδα ληστών, με αποτέλεσμα να απωλέσει όλη του την περιουσία. Λόγω της οικονομικής δυσπραγίας η οικογένεια Γεωργακά αποφάσισε, το 1926, να στείλει το μοναδικό αγόρι από τα επτά παιδιά τους στην Αθήνα να δουλέψει σε ένα μπακάλικο ενός θείου του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα ο Ιωάννης Γεωργακάς άλλαξε αρκετές δουλειές, εργαζόμενος σε πρατήριο τσιγάρων και ως βοηθός παπατζή, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο. Το 1939 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1954. Υπήρξε πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου Αυλωνιτών Αθηνών, καθώς και Επίτιμος Πρόεδρος αυτού. Απεβίωσε στις 14 Ιουνίου 2002 στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Παπάγου. Ήταν παντρεμένος με την Αμαλία Γεωργακά και δεν είχε παιδιά.
Από το μικρό «Μινιόν» στα Χαυτεία
Το 1934 ο Ιωάννης Γεωργακάς επιστρέφοντας από τη στρατιωτική θητεία του αρχίζει να δουλεύει ως πλανόδιος πωλητής. Λίγο αργότερα άρχισε να συνεργάζεται με τον Άγγελο Σεραφειμίδη, ιδιοκτήτη περιπτέρου με την ονομασία «Μινιόν» στα Χαυτεία, με τον οποίο έγινε συνέταιρος. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω των ανταγωνιστικών τιμών και προσφορών, νοίκιασαν και δεύτερο περίπτερο, ενώ εν συνεχεία εγκαινίασαν το πρώτο κατάστημά τους, στα Χαυτεία. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκε ως έφεδρος αξιωματικός και συμμετείχε στις μάχες του αλβανικού μετώπου, κατά τη διάρκεια των οποίων τραυματίστηκε, καταλήγοντας στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Επιστρέφοντας στην Αθήνα φυλακίστηκε από την γερμανική διοίκηση για τρεις μήνες στις φυλακές Αβέρωφ. Μετά την αποφυλάκισή του άρχισε να εργάζεται πάλι στο Μινιόν. Τη δεκαετία του 1950 ο συνέταιρός του αποχώρησε για την Αμερική και ο ίδιος έλαβε την απόφαση να επεκτείνει την επιχείρησή μεταφέροντάς την σε νέο δεκαώροφο κτίριο, αγοράζοντας αργότερα και το διπλανό του. Μέχρι το 1975 η επιχείρηση εκτείνεται σε ένα μπλοκ πέντε δεκαώροφων κτιρίων με συνολικό τζίρο ενός δισεκατομμυρίου δραχμών.
Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1980 ξέσπασε πυρκαγιά στο Μινιόν, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή του και ζημιές δύο δισεκατομμυρίων δραχμών. Μετά την καταστροφή ο Γεωργακάς επιχείρησε να εξασφαλίσει δάνεια με προνομιακούς όρους από τις κυβερνήσεις Γεωργίου Ράλλη και Ανδρέα Παπανδρέου. Εν τέλει η επιχείρηση εντάχθηκε με νόμο στις προβληματικές βιομηχανίες και το 1983, το έτος που επαναλειτούργησε, πέρασε στην ιδιοκτησία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Ο ίδιος παρέμεινε στη διεύθυνση του καταστήματος μέχρι και το 1991, οπότε και, ύστερα από προκήρυξη διαγωνισμού, το αγόρασε πάλι από το κράτος για να αποχωρήσει τελικώς το 1992. Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τα πιο φθηνά καταστήματα, κυρίως τον Λαμπρόπουλο, και έχοντας να αντιμετωπίσει μια σειρά από δυσμενείς καταστάσεις, όπως προβλήματα ρευστότητας, κακές σχέσεις με προμηθευτές, αλλά και την αποκάλυψη κυκλώματος εκβιασμών, που λειτουργούσε στον ημιώροφο του κτιρίου, το Μινιόν βάζει λουκέτο το 1998.
«Δυο τετράγωνα πριν απ’ το Μινιόν μας σταμάτησαν οι αστυφύλακες και το ανήσυχο πλήθος. Ο Γεωργακάς! Ο Γεωργακάς..! Πολλοί μου έσφιγαν το χέρι κ έβρισκαν κάποιον λόγο να μου πούνε. Ας είναι καλά οι άνθρωποι. Στην απέναντι γωνιά από το Μινιόν το κατάστημα υποδημάτων Θεοδώρου! Κι έτρεξε αυτός ο καλός μου φίλος και μ’ αγκάλιασε και έφερε αμέσως καρέκλες και νερό και καφέδες. Όμως ούτε να καθίσω μπορούσα ούτε να πιω ή να πω. Έβλεπα μόνο, άκουγα τις φλόγες».
Ως επιχειρηματίας ο Ιωάννης Γεωργακάς υπήρξε καινοτόμος, καθώς ήταν ο πρώτος που μετά τον εμφύλιο άνοιξε πολυκατάστημα με πρότυπο με αυτά του εξωτερικού. Επίσης, το Μινιόν καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις, τις λίστες γάμου, χρησιμοποίησε το ραδιόφωνο και την τηλεόραση για να προωθήσει το κατάστημά του, ίδρυσε σχολή υπαλλήλων και πωλητών και οργάνωνε σεμινάρια για τους εργαζομένους του. Η επιχείρηση είχε 120.000 κωδικούς προϊόντων και στο ζενίθ της έφτασε να απασχολεί έως και χίλιους υπαλλήλους, ενώ καινοτόμος υπήρξε και ως προς την μεταχείριση των υπαλλήλων του, στους οποίους προσέφερε σημαντικά μισθολογικά προνόμια, καθώς και ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Τη δεκαετία του ’70, το Μινιόν έχει πια μετατραπεί σε ένα τεράστιο σύγχρονο πολυκατάστημα, το ενδέκατο μεγαλύτερο σε μέγεθος σε όλη την Ευρώπη, με ετήσιες πωλήσεις που προσεγγίζουν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές. Αναδεικνύεται σε σήμα κατατεθέν της πρωτεύουσας. Στις γιορτές πλήθος κόσμου ερχόταν για να φωτογραφηθεί με τον Άγιο Βασίλη, αλλά και να γνωρίσει τον ευγενέστατο κύριο, τον ίδιο τον ιδρυτή, τον Ιωάννη Γεωργακά που ήταν πάντα εκεί και μοίραζε σοκολάτες στα παιδιά. Οι πρώτες κυλιόμενες σκάλες μέχρι τα πρώτα κομπιούτερ και από τον πρώτο αναπτήρα triplex έως τα σχέδια για το πρώτο franchise είχαν φτάσει στην Ομόνοια. Μέσα στο καινοτόμο μυαλό του Γεωργακά ήταν πάντα προτεραιότητα να έχει ευχαριστημένη την «οικογένεια» του Μινιόν, τους υπαλλήλους του. Για παράδειγμα, εκτός από τα μπόνους που τους έδινε αν ήταν πέντε λεπτά νωρίτερα στη θέση τους, παράλληλα είχε θεσπίσει το μπόνους για τη διακοπή καπνίσματος. Οποίος λοιπόν σταματούσε το κάπνισμα έπαιρνε για 6 μήνες μια οικονομική ενίσχυση (περίπου τα διπλάσια χρήματα του μισθού) από τον διευθυντή και ιδιοκτήτη του καταστήματος. Μέσα σε όλα προσέφερε καθημερινά έναν καφέ και ένα σάντουιτς στον κάθε εργαζόμενο. Τους καλοκαιρινούς μήνες ξεκινούσαν τα θαλάσσια μπάνια όπου προσέφερε δωρεάν μετακίνηση στους εργαζόμενους κάθε Τετάρτη και Σάββατο.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε από τους υψηλότερους ορόφους, όπου βρίσκονταν τα πλέον εύφλεκτα υλικά, γεγονός που βεβαιώνει ότι πρόκειται για εμπρησμό. Από το Μινιόν απέμεινε μόνο ο σκελετός του κτιρίου. Η πυροσβεστική υπολόγιζε ότι οι ζημίες έφταναν στα δύο δισ. δραχμές. Με προκήρυξη που έφτασε μέσω ταχυδρομείου στις εφημερίδες, στις 22 Δεκεμβρίου, η οργάνωση-φάντασμα “Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80” ανέλαβε την ευθύνη του εμπρησμού.
«Κοιτούσα την καταστροφή, που ανεμπόδιστη από δύο μόνο πυροσβεστικά ολοκλήρωνε λεπτό προς λεπτό το έργο της. Και ήμουνα ξαφνικά, το ένιωθα, ο πιο φτωχός άνθρωπος του κόσμου. Το φτωχός όμως δεν με πείραζε. Με πείραζε που ήμουνα ο πιο καταχρεωμένος φτωχός του κόσμου!»
Ο νεαρός που γοητέυτηκε από ένα περίπτερο στα Χαυτεία, το Μινιόν το οποίο διέφερε από τα υπόλοιπα, αφού διέθετε μια ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως τσιγάρα, εφημερίδες, στυλό, γυαλιά, είδη καπνού και μια σειρά από χρηστικά μικροαντικείμενα, δημιούργησε μια ιστορία, ένα success story σε μια χώρα που ζούσε το δικό της success story παράλληλα βγαίνοντας από παγκόσμιο και εμφύλιο πόλεμο αλλά και από δικτατορία αργότερα. Μία από τις ιστορίες που αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του, ήταν την εποχή που διαδραματίζονταν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στην εξέγερση λοιπόν, του Πολυτεχνείου, λένε πως περιέθαλψε πολλούς από τους τραυματίες και έκρυψε κυνηγημένους από την αστυνομία φοιτητές μεταμφιέζοντάς τους σε υπαλλήλους του. Το ιδιαίτερο του χαρακτήρα του ήταν η αλληλεγγύη και το νοιαξιμο προς τους ανθρώπους.
«Παρακάλεσα τους πυροσβέστες και τους αστυφύλακες να με αφήσουν να κάνω τον γύρο του.Με άφησαν. Εγώ έβλεπα το Μινιόν, ο κόσμος έβλεπε εμένα..».
Μετά την καταστροφή
Ο Γιάννης Γεωργακάς είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή την πολιορκία του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, που του υποσχόταν αμέριστη συμπαράσταση. Οι υπουργοί του όμως δεν έδειχναν τον ίδιο ενθουσιασμό και πάντα έβρισκαν έναν τρόπο να μπλοκάρουν τα δάνεια που χρειαζόταν. Εκείνος, έστω και υπερχρεωμένος, είχε αρχίσει να ξαναχτίζει το κατάστημα. Είχε ζητήσει βοήθεια από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, Πρόεδρο τότε της Δημοκρατίας. Λίγο πριν από τις εκλογές πήρε ενίσχυση 70 εκατομμύρια δραχμές. Το 1981 η κυβέρνηση άλλαξε και ο Ανδρέας Παπανδρέου πήρε την ηγεσία της χώρας. Η συνάντηση τους ήταν μία όπου και του υποσχέθηκε βοήθεια και λίγο αργότερα εγκρίθηκε ένα δάνειο 100 εκατομμυρίων δραχμών. Την εποχή εκείνη ο Γιάννης Γεωργακάς ήταν 70 ετών, με πείσμα όμως και επιμονή έφηβου και καθώς τα χρήματα δεν έφταναν ξεκίνησε να “ καταδιώκει” τον Ανδρέα Παπανδρέου ώστε να βοηθήσει στα επόμενα δάνεια. Είχαν βρεθεί μία φορά στη Βιέννη, ήταν τότε μια επίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού, ενώ ακόμα και στις στις διακοπές του στην Κέρκυρα του συζητούσε πως θα καταφέρει να ξανακάνει το Μινιόν όπως ήταν πριν.. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είπε στους υπουργούς που τον συνόδευαν: «να φροντίσετε να λυθούν τα προβλήματα του “Μινιόν”».
Στο σήμερα..
Σήμερα το Μινιόν αναμένεται να ανοίξει ξανά τις πόρτες του, μέσα στο 2023 .Το Μινιόν θα γίνει και πάλι ένα σύγχρονο, πολυώροφο πολυκατάστημα, το οποίο μπορεί να συμβάλλει ξανά στην αναβάθμιση της πλατείας Ομονοίας, όπως και τότε στα μακρινά 80s. Η ανάπλαση του Minion προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να μεταμορφωθεί και να αναζωογονηθεί μια ολόκληρη γειτονιά στην καρδιά της Αθήνας. Η πρόταση περιλαμβάνει πέντε κτίρια, με το συγκρότημα να φιλοξενεί ένα ευρύ φάσμα χρήσης. Στο τρίτο και τέταρτο επίπεδο, οι χώροι έχουν σχεδιαστεί για επιχειρήσεις, ενώ στους επάνω ορόφους φιλοξενούνται υπερσύγχρονα διώροφα διαμερίσματα με μπαλκόνια κατά μήκος των προσόψεων. Στην ταράτσα, το ρετιρέ θα προσφέρει απαράμιλλη θέα στο αστικό τοπίο, πλημμυρισμένο από φυσικό φως, πολυτελή φινιρίσματα και ανέσεις, καθώς και μια πολυτελή εξωτερική πισίνα.